-
21 κορυφή
1) apogée2) sommet -
22 κορυφή
1) punkt (m) rzecz.2) szczyt (m) rzecz.3) szczytowy przym.4) wierzchołek (m) rzecz. -
23 κορυφή
1) vrch2) vrchol3) vrcholek4) vršek -
24 κορυφή
1) peak2) summit3) top4) vertexΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κορυφή
-
25 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
26 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
27 Κορυφαί
Κορυφήhead: fem nom /voc pl -
28 Κορυφέων
Κορυφήhead: fem gen pl (epic ionic) -
29 Κορυφήν
Κορυφήhead: fem acc sg (attic epic ionic) -
30 κορυφαί
κορυφήhead: fem nom /voc pl -
31 κορυφέων
κορυφήhead: fem gen pl (epic ionic) -
32 κορυφήν
κορυφήhead: fem acc sg (attic epic ionic) -
33 κορυφήι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic) -
34 κορυφῆι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic) -
35 κορυφα
-
36 Κορυφήι
-
37 Κορυφῆι
-
38 Κορυφής
-
39 Κορυφά
Κορυφά̱, Κορυφήhead: fem nom /voc /acc dualΚορυφά̱, Κορυφήhead: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
40 κορυφής
κορυφήhead: fem gen sg (attic epic ionic)——————κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 2nd sgκορυφήhead: fem dat pl (epic)
См. также в других словарях:
κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… … Dictionary of Greek
Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας … Dictionary of Greek
κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)