Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κορυφή

  • 1 vršek

    κορυφή

    Česká-řecký slovník > vršek

  • 2 summit

    κορυφή

    English-Greek new dictionary > summit

  • 3 vertex

    κορυφή

    English-Greek new dictionary > vertex

  • 4 wierzchołek

    κορυφή

    Słownik polsko-grecki > wierzchołek

  • 5 doruk

    κορυφή, βουνοκορφή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > doruk

  • 6 вершина

    вершина
    ас
    1. ἡ κορυφή:
    \вершина горы ἡ κορυφή τοῦ βουνού, τό κορφοβούνι· \вершина дерева ἡ κορυφή τοῦ δέντρου· \вершина угла мат ἡ κορυφή τής γωνίας·
    2. перен ὁ κολοφώνας, τό ἀπόγειο[ν], τό κατακόρυ-φο[ν]:
    \вершина славы ὁ κολοφώνας τής δόξας· \вершина счастья τό ἀπόγειο τής εὐτυχίας.

    Русско-новогреческий словарь > вершина

  • 7 макушка

    маку́шк||а
    ж
    1. ἡ κορυφή:
    \макушка горы τό κορφοβούνι· на \макушкае дерева στήν κορυφή τοῦ δέντρου·
    2. (головы) разг ἡ κορυφή (τοῦ κεφαλιού)· ◊ у́шки на \макушкае разг ἐχει τσιτωμένα τά αὐτιά του.

    Русско-новогреческий словарь > макушка

  • 8 верхушка

    θ.
    1. κορυφή•

    верхушка горы, дерева η κορυφή βουνού, δέντρου.

    2. κορωνίδα•

    правящая верхушка η διοικούσα κορυφή, οι κορυφαίοι(ανώτατοι) διοικητές.

    Большой русско-греческий словарь > верхушка

  • 9 вершина

    θ.
    1. κορυφή•

    вершина горы η κορυφή του βουνού•

    вершина угла η κορυφή της γωνίας.

    2. Κολοφώνας, ακμή•

    на -е славы στον κολοφώνα της δόξας.

    Большой русско-греческий словарь > вершина

  • 10 вершить

    -шу, -шишь ρ.δ. ц.
    1. λύνω, λύω•

    трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•

    вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.

    3. κορυφώνω, υψώνω•

    вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•

    -дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.

    1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•

    дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.

    2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > вершить

  • 11 гребень

    1. (верхняя часть, вершина) η ράχη, η κορυφογραμμή, το αντέρεισμα 2. (текст) το κτένι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребень

  • 12 шпиль

    1. (судовая лебёдка) о εργάτης 2. (здания) η κορυφή
    ο οβελίσκος
    η πυραμιδοειδής κορυφή του οικοδομήματος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпиль

  • 13 вершина

    вершина ж η κορυφή \вершина горы το κορφοβούνι ◇ \вершина славы о Κολοφώνας της δόξας
    * * *
    ж
    η κορυφή

    верши́на горы́ — το κορφοβούνι

    ••

    верши́на сла́вы — ο κολοφώνας της δόξας

    Русско-греческий словарь > вершина

  • 14 пик

    пик м 1) (горы ) η κορυφή 2) перен.: часы \пик οι ώρες της αιχμής
    * * *
    м
    1) ( горы) η κορυφή
    2) перен.

    часы́ пик — οι ώρες της αιχμής

    Русско-греческий словарь > пик

  • 15 верхушка

    верхушка
    ж
    1. ἡ κορυφή/ τό κορφοβούνι (гора):
    \верхушка дерева ἡ κορ(υ)φή τοῦ ίύντρου· \верхушка легкого анат. ἡ κορυφή τοῦ ίΐνεύμονος·
    2. перен разг ἡ ήγεσία, οἱ εὐθύνοντες, οἱ τρανοί:
    правящая \верхушка ἡ εὐθύνουσα τάξη, οἱ εὐθύνοντες.

    Русско-новогреческий словарь > верхушка

  • 16 top

    I 1. [top] noun
    1) (the highest part of anything: the top of the hill; the top of her head; The book is on the top shelf.) κορυφή, πάνω μέρος
    2) (the position of the cleverest in a class etc: He's at the top of the class.) κορυφή
    3) (the upper surface: the table-top.) επιφάνεια, πάνω μέρος
    4) (a lid: I've lost the top to this jar; a bottle-top.) καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα
    5) (a (woman's) garment for the upper half of the body; a blouse, sweater etc: I bought a new skirt and top.) γυναικεία μπλούζα
    2. adjective
    (having gained the most marks, points etc, eg in a school class: He's top (of the class) again.) πρώτος, κορυφαίος, ανώτερος
    3. verb
    1) (to cover on the top: She topped the cake with cream.) σκεπάζω από πάνω
    2) (to rise above; to surpass: Our exports have topped $100,000.) ξεπερνώ
    3) (to remove the top of.) κορφολογώ
    - topping
    - top hat
    - top-heavy
    - top-secret
    - at the top of one's voice
    - be/feel on top of the world
    - from top to bottom
    - the top of the ladder/tree
    - top up
    II [top] noun
    (a kind of toy that spins.) σβούρα

    English-Greek dictionary > top

  • 17 величина

    -ы, πλθ. -чины θ.
    1. μέγεθος•

    пароход средней -ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους.

    (μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν•

    постоянная величина σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος•

    2. μτφ. κορυφή•

    крупная величина в науке κορυφή της επιστήμης.

    Большой русско-греческий словарь > величина

  • 18 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 19 глава

    -ы, πλθ.θ.
    1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).
    2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.
    3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•

    глава правительства ο πρωθυπουργός•

    глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•

    глава партии ο αρχηγός του κόμματος•

    глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

    εκφρ.
    во -е – επικεφαλής•
    ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).
    -ы, πλθ.θ. κεφάλαιο βιβλίου.

    Большой русско-греческий словарь > глава

  • 20 доверху

    επίρ.
    ως επάνω, ως την κορυφή,κάργα•

    налить воду в бочку доверху γεμίζω το βαρέλι νερό ξέχειλα•

    взобраться доверху σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > доверху

См. также в других словарях:

  • κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας …   Dictionary of Greek

  • κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»