Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κολλητήριον

См. также в других словарях:

  • κολλητήριον — glue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητήρι — το (Α κολλητήριον) [κολλητήρ] νεοελλ. 1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για θέρμανση ώς το σημείο τήξης τού συγκολλητικού υλικού μαλακών ετερογενών συγκολλήσεων 2. (για πρόσ.) άσεμνη επαφή, κυρίως τού κάτω μέρους τού σώματος, με άγνωστα συνήθως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»