Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοιτάζω

  • 1 κοιτάζω

    [кигазо] р. смотреть. кокоЛ^)][/*]кокаини][/*] ουσ. Θ. кокаин

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοιτάζω

  • 2 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 3 заглянуть

    -яну, -янешь, ρ.σ.
    1. κοιτάζω, βλέπω, ρίχνω μια ματιά•

    он -ул в окно αυτός κοίταξε στο παράθυρο•

    заглянуть под стол κοιτάζω κάτω από το τραπέζι•

    заглянуть в глаза κοιτάζω στα μάτια•

    заглянуть в словарь κοιτάζω στο λεξικό•

    он не -ул в книгу αυτός δεν κοίταξε (δεν άνοιξε) το βιβλίο•

    заглянуть в комнату ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο•

    заглянуть в чужие карты κοιτάζω τα παιγνιόχαρτα του διπλανού μου.

    || μτφ. εισχωρώ, φέγγω•

    солнце в ту сторону не -янет την άλλη πλευρά ο ήλιος δεν την βλέπει.

    || μτφ. διαβάζω στα πεταχτά, ρίχνω μια ματιά (στο κείμενο). || μτφ. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω•заглянуть в душу εισχωρώ στην ψυχή.
    2. επισκέπτομαι για λίγο, περνώ στο πόδι.
    εκφρ.
    заглянуть вперед – κοιτάζω μπροστά, βλέπω (οραματίζομαι) το μέλλον.

    Большой русско-греческий словарь > заглянуть

  • 4 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 5 насмотреть

    -отрю, -отрищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насмотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ. κ. κυνηγ.) καθαροβλέπω, βλέπω ευκρινώς, διακρίνω καλά. || κοιτάζω, βλέπω, διαλέγω κοιτάζω (διαλέγω) κοστούμι.
    1. κοιτάζω πολΰ, χορταίνω να βλέπω•

    смотрю и не смотрюсь κοιτάζω και δε χορταίνω•

    не могу насмотреть на эту картину δε χορταίνω να κοιτάζω αυτή την εικόνα.

    2. βλέπω (πολλά)•

    я -лся много картин είδα πολλές εικόνες.

    Большой русско-греческий словарь > насмотреть

  • 6 засматривать

    ρ.δ. κοιτάζω, βλέπω•

    засматривать в окна к соседям κοιτάζω στα παράθυρα των γειτόνων.

    εκφρ.
    засматривать в глаза, в лицо кому – κοιτάζω στα μάτια, στο πρόσωπο κάποιου (προσπαθώ να διαγνώσω).
    1. βλ. засмотреться.
    2. κοιτάζω ζηλιάρικα.

    Большой русско-греческий словарь > засматривать

  • 7 озирать

    ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος) θεωρώ, κοιτάζω, περιβλέπω, περιφέρω το βλέμμα.
    κοιτάζω γύρω μου κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    παλ. κοιτάζω•

    озирать назад κοιτάζω πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > озирать

  • 8 взглянуть

    взглянуть ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω
    * * *
    ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω

    Русско-греческий словарь > взглянуть

  • 9 вниз

    вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα
    * * *

    смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω

    сойти́ вниз — κατεβαίνω

    вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα

    вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα

    Русско-греческий словарь > вниз

  • 10 выглядывать

    выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
    * * *
    = выглянуть
    1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)
    2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλω

    выгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο

    со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα

    Русско-греческий словарь > выглядывать

  • 11 оглядеть

    оглядеть κοιτάζω, εξετάζω
    * * *
    κοιτάζω, εξετάζω

    Русско-греческий словарь > оглядеть

  • 12 оглядеться

    оглядеться κοιτάζω ολόγυρα· προσανατολίζομαι (тж. перен.
    * * *
    κοιτάζω ολόγυρα; προσανατολίζομαι (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > оглядеться

  • 13 оглядываться

    оглядываться, оглянуться κοιτάζω πίσω μου
    * * *
    = оглянуться

    Русско-греческий словарь > оглядываться

  • 14 рассмотреть

    рассмотреть 1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω 2) (обсудить) συζητώ
    * * *
    1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω
    2) ( обсудить) συζητώ

    Русско-греческий словарь > рассмотреть

  • 15 смотреть

    смотреть 1) κοιτάζω* βλέπω (видеть)· \смотретьйте! κοιτάξτε! 2) (фильм и т. п.) βλέπω 3) (осматривать ) εξετάζω 4) (присматривать) προσέχω, επιβλέπω ◇ смотря по... ανάλογα με...
    * * *
    1) κοιτάζω; βλέπω ( видеть)

    смотри́те! — κοιτάξτε!

    2) (фильм и т. п.) βλέπω
    3) ( осматривать) εξετάζω
    4) ( присматривать) προσέχω, επιβλέπω
    ••

    смотря́ по... — ανάλογα με…

    Русско-греческий словарь > смотреть

  • 16 оглядываться

    оглядывать||ся
    κοιτάζω πίσω/ κοιτάζω ὁλόγυρα (вокруг).

    Русско-новогреческий словарь > оглядываться

  • 17 сверху

    сверху
    нареч
    1. (на поверхности) ἀποπάνω, ἀνωθεν:
    напиши \сверху γράψε ἀπο-πάνω·
    2. (с высоты) ἀπό ψηλά, ἐξ ὕψους:
    вид \сверху ἡ κάτοψις, ἡ ἄποψη ἀπό ψηλα· смотреть \сверху вниз а) κοιτάζω ἀπό πάνω προς τά κάτω, б) перен κοιτάζω ἀφ· ὑψηλού·
    3. перен ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό πάνω:
    директива \сверху ἐντολή ἀπό πάνω· ◊ \сверху донизу а) ἀπό πάνω ὡς κάτω, б) перен ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια (с головы до пят)· глядеть \сверху вниз на кого-л. κυττάζω κάποιον ἀφ' ὑψηλοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > сверху

  • 18 оглядываться

    [αγκλγιάντυβατ'σο] ρ. κοιτάζω πίσω, κοιτάζω ολόγυρα

    Русско-греческий новый словарь > оглядываться

  • 19 оглядываться

    [αγκλγιάντυβατ'σο] ρ κοιτάζω πίσω, κοιτάζω ολόγυρα

    Русско-эллинский словарь > оглядываться

  • 20 всмотреться

    всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•

    всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•

    я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.

    Большой русско-греческий словарь > всмотреться

См. также в других словарях:

  • κοιτάζω — put to bed pres subj act 1st sg κοιτάζω put to bed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάζω — κοιτάζω, κοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. κοιτάω / κοιτώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… …   Dictionary of Greek

  • κοιτάζω — κοίταξα, κοιτάχτηκα, κοιταγμένος 1. στρέφω το βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω, τηρώ: Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα. 2. προσέχω, φροντίζω: Κοιτάζει τους γονείς του. 3. εξετάζω άρρωστο: Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο, αλλά δεν του βρήκε τίποτα. 4. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιτάζῃ — κοιτάζω put to bed pres subj mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres ind mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάξω — κοιτάζω put to bed aor subj act 1st sg κοιτάζω put to bed fut ind act 1st sg κοιτάζω put to bed aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζομένων — κοιτάζω put to bed pres part mp fem gen pl κοιτάζω put to bed pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζόμενον — κοιτάζω put to bed pres part mp masc acc sg κοιτάζω put to bed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζόντων — κοιτάζω put to bed pres part act masc/neut gen pl κοιτάζω put to bed pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάζει — κοιτάζω put to bed pres ind mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάσεις — κοιτάζω put to bed aor subj act 2nd sg (epic) κοιτάζω put to bed fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»