-
1 κλοπή
κλοπή, ἡ, der Diebstahl, im Ggstz von ἁρπαγή, Plat. Legg. XII, 941 b u. A.; vgl. Aesch. ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Ag. 534; im plur., κλοπαῖσι γυναικός, durch den Raub des Weibes, 391, wie Eur. κλοπαῖς ϑηρώμενος Ἑλένην Hel. 1176; ἐπεὶ κλοπὰς σὰς ἐκ δόμων ἐδέξατο, das Geraubte, die Helena, ib. 1691; übh. heimlicher Trugu. List, κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσϑαι Ai. 243, heimlich fliehen, wie κλοπῇ δ' ἀφῖγμαι διαφυγοῦσα πολεμίους Eur. Ion 1254; κλέπτειν μύϑοις κλοπάς, durch Reden täuschen, Herc. f. 100.
-
2 κλοπη
дор. κλοπά ἥ1) воровство, кража, хищение(ἁρπαγή τε καὴ κ. Aesch.)
κλοπῆς δίκην ὀφλεῖν Aesch., Plat. — быть наказанным за кражу;ἐπὴ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. — быть казненным за хищение (общественных) денег;ἱερῶν κλοπαί Plat. — ограбление храмов;κλοπαὴ γυναικός Aesch. — похищение (чужой) жены2) обман, хитростьποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Soph. — тайно бежать;
κλοπῇ ἀφῖγμαι Eur. — я тайно пришла сюда;κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. — обманывать речами3) военная хитрость, тайное нападение, засада Xen. -
3 κλοπή
-
4 κλοπῇ
-
5 κλοπή
κλοπήtheft: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κλοπή
κλοπή, ἡ, der Diebstahl; im plur., κλοπαῖσι γυναικός, durch den Raub des Weibes; ἐπεὶ κλοπὰς σὰς ἐκ δόμων ἐδέξατο, das Geraubte, die Helena; übh. heimlicher Trug u. List; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσϑαι Ai. 243, heimlich fliehen; κλέπτειν μύϑοις κλοπάς, durch Reden täuschen -
7 κλοπή
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλοπή
-
8 κλοπή
κλοπή, ῆς, ἡ (s. κλέπτω; Aeschyl.+) theft, stealing in list of vices (Jos., Bell. 2, 581) D 3:5a. Plural (TestReub 3:6; GrBar; Jos., Bell. 5, 402; Ar., Ath.) Mt 15:19; Mk 7:21; D 3:5b; 5:1.—M-M. -
9 κλοπή
A theft, : pl., ib. 402 (lyr.), E.Hel. 1175;κλοπῆς δίκη Pl.Prt. 322a
; , cf. Ar.Eq. 444, Pl.Euthphr.5d (pl.);κλοπῆς ὀφλεῖν And.1.74
;ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys.30.25
;κ. τῶν θησαυρῶν PAmh.2.79.63
(ii A.D.) ;σκεῦος.. ἐκφέρειν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐπὶ κλοπήν SIG997.5
([place name] Smyrna);κλοπῆς ἐν ταῖς εὐθύναις ἑάλωκεν D.24.112
, cf. Arist.Ath.54.2, Plu.Per.32; opp. ἁρπαγή, Pl.Lg. 941b.2 of authors, plagiarism, Porph. ap. Eus.PE10.3.II secret act or transaction, fraud, ;πράγματος μεγάλου κ. Aeschin.2.57
; κλοπῇ by stealth or fraud, S.Ph. 1025, E. Ion 1254; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, i.e. to steal away, S.Aj. 246 (lyr.). -
10 κλοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλοπή
-
11 κλοπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλοπή
-
12 κλοπή
-ῆς + ἡ N 1 1-0-2-1-2=6 Gn 40,15; Jer 31(48),27; Hos 4,2; Prv 9,17; Wis 14,25theft Prv 9,17κλοπῇ ἐκλάπην I was surely stolen (semit., rendering MT גנבתי גנב) Gn 40,15*Jer 31(48),27 ἐν κλοπαῖς σου among your thefts-בגניבותיך for MT בגנבים among thievesCf. LLEWELYN 1994, 151 -
13 κλοπή
η кража, воровство; хищение; похищение -
14 κλοπή
кража, воровство, хищение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλοπή
-
15 κλοπή
-
16 κλοπή
[клопи] ома. Θ. кража, воровство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλοπή
-
17 κλοπή
[клопи] ома. Θ. кража, воровство. -
18 κλοπή
кражбаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κλοπή
-
19 κλοπή
casse -
20 κλοπή
1) larceny2) theftΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλοπή
См. также в других словарях:
κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek