Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κινητήριον

См. также в других словарях:

  • κινητήριον — κῑνητήριον , κινητήριον neut nom/voc/acc sg κινητήριος ladle masc acc sg κινητήριος ladle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητήριος — α, ο,θηλ. και ος και ία (Α κινητήριος, ία, ον) [κινητήρ] ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι νεοελλ. φρ. «κινητήρια δύναμη» α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί …   Dictionary of Greek

  • μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο …   Dictionary of Greek

  • Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος …   Dictionary of Greek

  • κινητήρια — κῑνητήρια , κινητήριον neut nom/voc/acc pl κινητήριος ladle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»