-
1 κινητήριον
κῑνητήριον, κινητήριονneut nom /voc /acc sgκινητήριοςladle: masc acc sgκινητήριοςladle: neut nom /voc /acc sg -
2 κῑνητήριος
κῑνητήριος, bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.
-
3 τορύνη
-
4 нерв
нервм τό νεῦρο[ν]:двигательный \нерв τό κινητήριον νεϋρον тройничный \нерв τό τρίδυμον зрительный \нерв τό ὁπτικό νεύρο· ◊ действовать на \нервы кому́-л. χτυπῶ στά νεῦρα, ἐρεθίζω κάποιον играть на \нервах ἐρεθίζω, ἐκνευρίζω. -
5 κινητήρια
κῑνητήρια, κινητήριονneut nom /voc /acc plκινητήριοςladle: neut nom /voc /acc pl -
6 κῑνέω
κῑνέωGrammatical information: v.Meaning: `set in movement, drive away, shake' (Il.).Other forms: Aor. κινῆσαι.Derivatives: κίνημα, κίνησις `movement, agitation' (IA.) with παρα-κινηματικός (Ph.), κινητικός `moving, movable' (IA.; Chantraine Étude sur le vocab. gr. 101); κινηθμός `movement' (Pi.; on the meaning Benveniste Origines 201); κινώ = κίνησις (Emp. 123, 2; after H. Dor.); κινητήρ `mover, agitator' (h. Hom., Pi.; of Poseidon; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 108; 153; Benveniste Noms d'agent 39 a. 42) with κινητήριος (A.); κινητής `id.' (Ar., Plb.); κίνηθρον (Poll.), - ητρον (Eust.) `spoon (for stirring)'; κινητήριον `brothel' (Eup.; from κινεῖν sens. obsc.); - a back-formation from ἀπο-κινεῖν is ἀπόκινος m. name of a comic dance (Com.). - Besides κί̄νυμαι `move oneself, κινέομαι' only present-stem (Il.), incid. with ἐν-, ἐπι-, ὑπο- (Q. S.); intensive lengthening is κινύσσομαι `be heavily moved, be excited' (A. Ch. 196; Schwyzer 716) with κίνυγμα `moved, light object, playing ball, toy' (A. Pr. 158, anap.).Origin: IE [Indo-European] [538] *ḱei- `set in movement'Etymology: Because of κίνυμαι we must assume for κινέω an older *κινέϜ-ω, for *κι-νευ-μι; the non-present forms κινῆ-σαι etc. are therefore analogical formations. Schwyzer 696 w. n. 5. κι-νυ-μαι, *κι-νευ-μι is an old νυ-present; s. κίω, also σεύω.Page in Frisk: 1,855Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῑνέω
См. также в других словарях:
κινητήριον — κῑνητήριον , κινητήριον neut nom/voc/acc sg κινητήριος ladle masc acc sg κινητήριος ladle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήριος — α, ο,θηλ. και ος και ία (Α κινητήριος, ία, ον) [κινητήρ] ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι νεοελλ. φρ. «κινητήρια δύναμη» α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί … Dictionary of Greek
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek
Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος … Dictionary of Greek
κινητήρια — κῑνητήρια , κινητήριον neut nom/voc/acc pl κινητήριος ladle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)