-
1 κῑνητικός
κῑνητικός, zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt, Arist. Meteorl. 2, 8; H. A. 4, 4; Folgde; – aufrührerisch, Pol. 1, 9, 3, neben στασιώδης, vgl. 13, 1, 3; D. Sic. 19, 14; – beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von στάσιμος, Plut. de prim. frig. 1; vgl. ib. 17 ὡς βραδεῖα καὶ στάσιμος, im Ggstz von ὀξύῤῥοπος καὶ κινητικός. – Bei den Stoikern sind τὰ κινητικά begehrungswerthe Dinge.
-
2 κινητικος
31) приводящий в движение, движущий Xen., Arst., Plut.2) возбуждающий, поощряющий(πρὸς ἀρετήν Plut.)
3) возмущающий, сеющий смуту Polyb.4) движущийся, подвижный Plut. -
3 κῑνητικός
κῑνητικός, zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt; aufrührerisch; beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von στάσιμος; τὰ κινητικά begehrungswerte Dinge -
4 κινητικός
κῑνητικός, κινητικόςof: masc nom sg -
5 κινητικός
-
6 κινητικός
-
7 κινητικός
A of or for putting in motion, ; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208;κ. βηχέων Hp.Aph.5.24
;ἱδρώτων Dsc.5.112
;οὔρων Xenocr.
ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: [comp] Sup. - ώτατος Arist.Mete. 365b30. Adv. -κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 metaph., urging on, exciting,λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88
;τὸ -ώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198
S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12;τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71
K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς -κὸν [ ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητικός
-
8 παρα-κῑνητικός
παρα-κῑνητικός, ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.
-
9 ανα-κινητικός
ανα-κινητικός, ή, όν, Sp., aufregend.
-
10 кинетический
κινητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинетический
-
11 κινητικά
κῑνητικά, κινητικόςof: neut nom /voc /acc plκῑνητικά̱, κινητικόςof: fem nom /voc /acc dualκῑνητικά̱, κινητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 κινητικώτερον
κῑνητικώτερον, κινητικόςof: adverbial compκῑνητικώτερον, κινητικόςof: masc acc comp sgκῑνητικώτερον, κινητικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ходовой
1. (связанный с движением, перемещением) κινητικός, της κίνησης 2. (подвижный, не укреплённый в постоянном положении) κινητός, μετακινούμενος 3. (непосредственно выполняющий работу) κινητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходовой
-
14 κινητικωτάτων
κῑνητικωτάτων, κινητικόςof: fem gen superl plκῑνητικωτάτων, κινητικόςof: masc /neut gen superl pl -
15 κινητικών
-
16 κινητικῶν
-
17 κινητικόν
κῑνητικόν, κινητικόςof: masc acc sgκῑνητικόν, κινητικόςof: neut nom /voc /acc sg -
18 κινητικώτατα
κῑνητικώτατα, κινητικόςof: adverbial superlκῑνητικώτατα, κινητικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
19 κινητικώτατον
κῑνητικώτατον, κινητικόςof: masc acc superl sgκῑνητικώτατον, κινητικόςof: neut nom /voc /acc superl sg -
20 οξυρροπος
21) весьма склонный, легко поддающийся(πρὸς τὰς ὀργάς Plat.)
2) впечатлительный или горячий, вспыльчивый(θυμός Plat.; ὀ. καὴ κινητικός Plut.)
См. также в других словарях:
κινητικός — ή, ό (ΑΜ κινητικός, ή, όν) ο ικανός να κινεί κάτι ή να προσδίδει κίνηση σε κάτι (α. «κινητικά νεύρα», Γαλ. β. «τῶν κινητικῶν μορίων», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κίνηση 2. αυτός που κινείται 3. το θηλ. ως ουσ. η κινητική κλάδος … Dictionary of Greek
κινητικός — κῑνητικός , κινητικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην κίνηση η αυτός που μπορεί να προκαλέσει κίνηση: Έπαθαν βλάβη τα κινητικά νεύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινητικά — κῑνητικά , κινητικός of neut nom/voc/acc pl κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc/acc dual κῑνητικά̱ , κινητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτερον — κῑνητικώτερον , κινητικός of adverbial comp κῑνητικώτερον , κινητικός of masc acc comp sg κῑνητικώτερον , κινητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικωτάτων — κῑνητικωτάτων , κινητικός of fem gen superl pl κῑνητικωτάτων , κινητικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικῶν — κῑνητικῶν , κινητικός of fem gen pl κῑνητικῶν , κινητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικόν — κῑνητικόν , κινητικός of masc acc sg κῑνητικόν , κινητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτατα — κῑνητικώτατα , κινητικός of adverbial superl κῑνητικώτατα , κινητικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητικώτατον — κῑνητικώτατον , κινητικός of masc acc superl sg κῑνητικώτατον , κινητικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвижьныи — (33) пр. 1.Устремленный, имеющий большое желание, стремление, проявляющий готовность: но ˫ако же и далнии путь гонѧще. и на странѣ труды покоивше. и тако прокое в пу(т) подвижни и силни иде(м). (πρόϑυμοι) ГБ к. XIV, 27в; инѣм же бл҃гое творити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)