Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κινδ-

См. также в других словарях:

  • κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»