-
1 ευχη
ἥ1) мольба, молитваεὐχὰς εὔχεσθαι или εὐχαῖς χρῆσθαι Plat. и εὐχὰς ποιεῖσθαι Arst. — обращаться с молитвами, молиться;
τινὰ εὐχῇσι λίσσεσθαι Hom. — воссылать моления к кому-л.;ἐν θεῶν εὐχαῖσι κοινόν τινα ποιεῖσθαι Soph. — допустить кого-л. к участию в богослужениях2) культ. обетεὐχέν ἔχειν NT. — дать обет;
ἐξ εὐχῆς Anth. — по обету3) (заветное или неосуществимое) желание, плод воображения, мечтаεὐχαῖς ὅμοια λέγειν Plat. — говорить о неосуществимом;
κατ΄ εὐχήν Plat., Arst. — в соответствии с желанием;ἄξια εὐχῆς Isocr. — вещи, достойные пожелания4) проклятие или благословение(γονέων εὐχαί Plat.)
πατρὸς κατ΄ εὐχάς Aesch. — согласно отцовским проклятиям -
2 ευχή
η1) желание, пожелание; 2) молитва; 3) благословение:να χετε την ευχή μου — благословляю вас;
§ ευχής έργον θα ήτο... — желательно было бы...;
βαίνει κατ' ευχήν — идти благополучно, хорошо;
έχε την ευχήν... — да благословен будет;
ο μύλος νερό θέλει, ευχές δε θέλει — посл, нужны дела, а не слова; — благими пожеланиями сыт не будешь;
στα καταστρεμένα υποστατικά ευχή δεν πιάνει — слезами горю не поможешь
-
3 κατευχη
См. также в других словарях:
ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия