Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατευχή

См. также в других словарях:

  • κατευχή — κατευχή, ἡ (Α) [κατεύχομαι] προσευχή («ἀλλὰ κλύοντες μάκαρες χθόνιοι τῆσδε κατευχῆς», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κατευχῇ — κατευχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύχῃ — κατεύχομαι pray earnestly pres subj mp 2nd sg κατεύχομαι pray earnestly pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχαῖς — κατευχή prayer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχαί — κατευχή prayer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχῆς — κατευχή prayer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχήν — κατευχή prayer fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχῶν — κατευχή prayer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευχίτης — κατευχίτης, ὁ (Μ) [κατευχή] αυτός που προσεύχεται, κυρίως ο μοναχός …   Dictionary of Greek

  • κατευχάς — κατευχά̱ς , κατευχή prayer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»