-
1 κατ-αίθω
κατ-αίθω, verbrennen; δαλόν Aesch. Ch. 599; Περγάμων πυρὶ καταίϑεται τέρεμνα Eur. Troad. 1296; ὕφαπτε καὶ κάταιϑε Ar. Th. 730; von der Liebe, Antiphil. 2 (V, 307), wie Theocr. 2, 40. 7, 56; Lycophr. Ἄρης γαῖαν 249.
-
2 συγ-κατ-αίθω
συγ-κατ-αίθω, mit verbrennen, ἐν νεοσπάσιν ϑαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄϑομεν, Soph. Ant. 1187.
-
3 καταίθω
κατ-αίθω, verbrennen; von der Liebe -
4 καταιθω
(только praes.)1) сжигать(δαλόν Aesch.; κληματίδας Arph.)
; pass. гореть2) перен. зажигать, воспламенять(ἕρως με καταίθει Theocr.; τὸν δυσέρωτα Anth.)
καταίθεσθαι ἐπί τινι Theocr. — пламенеть любовью к кому-л.3) истреблять, уничтожать(τινα Aesch. ap. Plut.)
-
5 συγκαταίθω
-
6 αἰθύσσω
Aᾔθυσσον Hsch.
,κατ-αίθυσσον Pi.P. 4.83
): [tense] aor.παρ-αίθυξα Id.O.10(11).73
, A.R.2.1253: (akin to αἴθω):— set in rapid motion, stir up, kindle, S.Fr. 542, cf. Nonn.D.1.187, al.; κτύπον, νόον, ib.38.382, 48.689:—[voice] Pass., quiver, of leaves, Sapph.4, cf. Nonn.D.1.31.II intr., Arat.1034.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθύσσω
См. также в других словарях:
καταίθω — (Α) 1. κατακαίω 2. εξεγείρω, ανάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴθω «καίω»] … Dictionary of Greek