-
1 συγ-κατ-αίθω
συγ-κατ-αίθω, mit verbrennen, ἐν νεοσπάσιν ϑαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄϑομεν, Soph. Ant. 1187.
-
2 συγκαταίθω
1 συγ-κατ-αίθω
συγ-κατ-αίθω, mit verbrennen, ἐν νεοσπάσιν ϑαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄϑομεν, Soph. Ant. 1187.
2 συγκαταίθω