-
1 κατάκειμαι
κατά|κειμαι 1. лежать больным; 2. устраиваться за столом -
2 κατακειμαι
(эп. 3 л. praes. κατακείαται - ион. κατακέαται; conjct. κατακέωμαι; fut. κατακείσομαι)(ἐπὴ πλευράς Hom.; ἐφ΄ ἁρμαμαξῶν Arph.; ἐν τῷ κραβάττῳ NT.; τὰ τετράτοδα κατακειμενα τίκτει Arst.)
2) ( о больных) лежать в постели(κατακέατο ὀφθαλμιῶντες Her.; κατάκειται νοσῶν Luc.)
3) лежать притаившись(θάμνῳ ὑπ΄ ἀμφικόμῳ Hom.)
4) (тж. κ. ἐπὴ κλινῶν Plat.) возлежать за столом(ἐν τῇ οἰκίᾳ τινός NT.)
πρῶτος κατάκειται Plat. — он занимает первое место за столом5) лежать без дела, валяться6) лежать, быть сложенным, находиться(ἐν Διὸς οὔδει Hom.; εἰν οἴκῳ Hes.)
ἄλγεα ἐν θυμῷ κ. ἐᾶν Hom. — забыть про сердечную боль7) ( о местности) спускаться вниз или к морю, простираться(πρὸς Ἰόνιον πόρον Pind.)
8) налегать (на что-л., предаваться чему-л.)ἀρετᾷ κ. Pind. — быть добродетельным
-
3 κωμη
ἥ [κεῖμαι]1) деревня, селение(οἰκία καὴ κ. καὴ πόλις Plat.)
2) поселок, местечко3) городской район, участок, квартал(διαιρεῖν τέν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τέν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.)
-
4 ξυγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено; -
5 συγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено; -
6 αντικειμαι
1) лежать впереди, т.е. предстоять, предназначаться(τιμὰ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται Pind.)
2) быть противоположным, противостоять(πρός τι Soph.; παντὴ λόγῳ λόγος ἴσος ἀντίκειται Sext.)
τὰ ἀντικείμενα κατὰ διάμετρον Arst. — диаметрально противоположные вещи -
7 σύγκειμαι
σύγ|κειμαι Ш слагаться из чего, состоять; 2. безл. условлено (напр. κατά τά συγκείμενα по уговору)
См. также в других словарях:
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek