-
1 κατορθώνω
[катортоно] р. достигать, осуществлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατορθώνω
-
2 добиться
добиться πετυχαίνω, αποχτώ, κατορθώνω \добиться своего πετυχαίνω το σκοπό μου* * *πετυχαίνω, αποχτώ, κατορθώνωдоби́ться своего́ — πετυχαίνω το σκοπό μου
-
3 дозвониться
дозвониться (по телефону ) κατορθώνω να πάρω στο τηλέ φωνο κάποιον* * *( по телефону) κατορθώνω να πάρω στο τηλέφωνο κάποιον -
4 удаться
-
5 выправить
-влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправиρ.σ.μ.1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.
2. διορθώνω•выправить положение διορθώνω την κατάσταση.
|| επιφέρω, κάνω διορθώσεις•выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.
|| ακονίζω, τροχίζω.3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.1. διορθώνομαι.2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.(γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);ρ.σ.μ.(απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.
-
6 добраться
-берусь, -бершься, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось ρ.σ.1. φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία•-до дома κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι•
мы не могли добраться до вершины горы δεν μπορέσαμε ν' ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού•
наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια•
2. (απλ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς•погоди, я доберусь до тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε.
-
7 исходатайствовать
-ствую, -ствуешьρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ζητώ, πετυχαίνω κατορθώνω να πάρω παρακαλώντας•исходатайствовать пенсию κατορθώνω να πάρω σύνταξη.
|| φροντίζω να δοθεί να πάρει. -
8 достигнуть
1. (до какого- л. места, предела, возраста) φτάνω, πλησιάζω 2. (ο размере, весе, количестве и т.п.) φτάνω 3. (до-биться чего-л.) πετυχαίνω, επιτυχάνω, κατορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > достигнуть
-
9 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
10 выпытать
выпытатьсов κατορθώνω νά μάθω. -
11 выстрадать
выстрадатьсов1. ὑποφέρω, πάσχω, ὑπομένω·2. (достигнуть страданиями) κατορθώνω μέ κόπο καί μόχθο. -
12 выцарапать
выцарапатьсов, выцарапывать несов разг1. (нацарапать) γρατσουνίζω·2. (ногтями) γδέρνω μέ τά νύχια, βγάζω, ξεριζώνω:\выцарапать кому-л. глаза βγάζω κάποιου τά μάτια·3. (добывать) разг κατορθώνω κάτι (μέ δυσκολία). -
13 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
14 добиваться
добиватьсянесов προσπαθώ νά πετύχω, ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ:от него́ слова не добьешься δέν μπορείς νά τοῦ ἀποσπάσεις ὁὔτε λέξη· упорно \добиваться чего-л. ἐπιζητω ἐπίμονα νά κατορθώσω κάτι· \добиваться с трудом κατορθώνω κάτι μέ δυσκολία· \добиваться решения ἐπιδιώκω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \добиваться своего́ προσπαθώ νά πετύχω τόν σκοπό μου. -
15 добиться
доби́тьсясов κατορθώνω, πετυχαίνω:\добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη. -
16 дозвониться
дозвонитьсясов1. (по телефону) τηλεφωνώ, κατορθώνω νά τηλεφωνήσω σέ κάποιον2. (у двери) κτυπῶ τό κουδούνι (ώς πού νά μ' ἀκούσουν). -
17 дознаваться
дознаватьсянесов разг κατορθώνω νά μάθω, ἐξακριβώνω, μαθαίνω. -
18 доискаться
доискатьсясов (чего-л.) разг κατορθώνω νά βρῶ, βρίσκω, εὐρίσκω, ἀνακαλύπτω:\доискаться истины (причины) βρίσκω τήν ἀλήθειαν (τήν αίτία). -
19 достигать
достигатьнесов, достигнуть сое. φτάνω/ πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω (добиваться):\достигать успеха πετυχαίνω· \достигать цели πετυχαίνω τό σκοπό· \достигать глубокой старости φτάνω σέ βαθειά γεράματα, φτάνω σέ βαθύ γήρας. -
20 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου.
См. также в других словарях:
κατορθώνω — κατορθώνω, κατόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — κατόρθωσα, κατορθώθηκα, κατορθωμένος, φέρω σε πέρας, πραγματοποιώ, καταφέρνω: Κατόρθωσε να περάσει τις εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
ατυχώ — (AM ἀτυχῶ, έω) [ατυχής] 1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος 2. δυστυχώ 3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω αρχ. 1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ 2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου 3. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… … Dictionary of Greek
εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
καταπράσσω — και αττ. τ. καταπράττω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) εκτελώ, κατορθώνω, καταφέρνω 2. επιγρ. κατασκευάζω, οικοδομώ 3. επιτυγχάνω, κερδίζω 4. μέσ. καταπράσσομαι και καταπράττομαι επιτυγχάνω, κατορθώνω για τον εαυτό μου … Dictionary of Greek
καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… … Dictionary of Greek