-
1 καταλειβω
(только praes.)1) лить, проливать, орошать (слезами)(δέμας Eur.)
καταλειβομένη ἄλγεσι Eur. — вся в слезах от страданий2) med. струиться по каплям, медленно течь(γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο Hom.; ἐκ πέτρης καταλείβεται, sc. ὕδωρ Hes.)
δάκρυα ἐκ δακρύων καταλείβεται Eur. — слезы льются непрерывно -
2 λιψ
Iλῐβός ὅ либ, юго-западный ветер Her., Arst., Theocr., Polyb.IIἥ [λείβω] (только gen. λιβός и acc. λίβα)1) влага, жидкость(ἐξ ὀμμάτων λείβειν δυσφιλῆ λίβα Aesch.)
2) возлияние(φιλόσπονδος Aesch.)
3) струя или источник Anth.
См. также в других словарях:
λίβω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λείβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιβ. (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω] … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
συλλείβω — Α 1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες 2. παθ. συλλείβομαι συρρέω κάπου κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»] … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek
λοιβώμαι — λοιβῶμαι, άομαι (Α) [λοιβή] (κατά τον Ησύχ.) «λείβω, σπένδω, θύω» … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek