-
1 λείβω
Grammatical information: v.Meaning: `pour (forth), make a libation' (Il.).Other forms: aor. λεῖψαι,Derivatives: A. λειβῆνος ὁ Διόνυσος H., λείβηθρον ( λίβ-) n. `dripping place' (Eup. 428), λείβδην `by drops' (EM). - B. With ablaut: λοιβή f. `sacrifice of drinks, gift' (Il.) with λοιβ-εῖον (Plu.), - ίς (Antim., inscr.), - άσιον (Epich.) `vase for spilling', - αῖος `belonging to spilling' (Ath.); λοιβᾶται σπένδει, θύει H. (cf. below). - C. With zero-grade: 1. *λιψ f., only gen. λιβός, acc. λίβα `drink-offering, drip' (A., A. R.) with λιβηρός `wet' (Hp. ap. Gal.); 2. λίψ, λιβός m. "the dripper", name of the rainbringing Southwest-, (West)wind, also as name of the heavenly region `Southwest, West' (Hdt., Arist.) with λιβικός `(south)western' (pap.). For λίψ... πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει H. cf. αἰγίλιψ. 3. From λίψ: λιβάς, - άδος f. `spring, fount etc.' (trag. etc.) with the dimin. λιβάδιον (Str., Plu.), also ' χωρίον βοτανῶδες', i. e. `wet meadow' (H., EM), λιβάζω, - άζομαι `drip' (AP, Poll.), ἀπο- λείβω metaph. `throw away, remove oneself' (com.). 4. λίβος n. = λιβάς (A. Ch. 448 [lyr.], Gal.). - On λιβρός s. v.Etymology: The regelar fullgrade thematic λείβω (with λεῖψαι) and the zero grade primary noun λίψ stand side by side in Greek (cf. νείφει: νίφ-α; quite uncertain λίβει σπένδει, ἐκχύνει H.). - To λοιβᾶται (from λοιβή, s. above) Lat. lībāre `pour out, spill' can be a direct counterpart (cf. Porzig Satzinhalte 254, 322), but it can also be a an independent iterative deverbative (so certainly dēlĭbūtus, if with ū after imbūtus); quite doubtful is λαβά σταγών H., after v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Maced. or Messap. for λοιβά. If we remove the -b-, we can adduse other words for `pour (out)', e. g. OCS lьjǫ, lějǫ, liti, Lith. líeju, líeti, s. Bq, WP. 2, 392f., W.-Hofmann s. lībō, Vasmer Wb. s. litь, Fraenkel Wb. s. líeti; always with further connections. - The length in ὄφρᾱ λείψαντε (Ω 285 = ο 149) must not prove λλ- \< IE sl-; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 176. A riming form is εἴβω, s. v.Page in Frisk: 2,96-97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείβω
-
2 καταλείβω
κατα-λείβω: only pass. part. trickling down, Il. 18.109†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταλείβω
-
3 λίψ
λίψ, λιβός, ὁ acc. λίβα (λείβω ‘pour, drip’; Hdt. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Bell. 1, 409, Ant. 3, 294; cp. Dssm., B 139 [BS 141f]) the southwest, of a harbor: βλέπειν κατά be open toward the southwest Ac 27:12 (s. EGoodspeed, Exp. 6th ser., 8, 1903, 130f, APF, 3, 1906, 406f; Haenchen ad loc.). In the OT it almost always means south (s. Dssm., loc. cit.) 1 Cl 10:4 (Gen 13:14).—DELG s.v. λείβω C. M-M.
См. также в других словарях:
λίβω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λείβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιβ. (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω] … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
συλλείβω — Α 1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες 2. παθ. συλλείβομαι συρρέω κάπου κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»] … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] … Dictionary of Greek
λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek
λοιβώμαι — λοιβῶμαι, άομαι (Α) [λοιβή] (κατά τον Ησύχ.) «λείβω, σπένδω, θύω» … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek