-
1 καταργώ
καταργέωleave unemployed: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres ind act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
2 καταργῶ
καταργέωleave unemployed: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres ind act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταργέωleave unemployed: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) -
3 καταργώ
(ε) μετ. упразднить, отменять; ликвидировать -
4 καταργώ
[катарго] р. отменять, упразднять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταργώ
-
5 καταργώ
[катарго] ρ отменять, упразднять. -
6 καταργώ
iptal etmek, hükümsüz kılmak -
7 καταργώ
1) accumuler2) acoustique3) bannir -
8 καταργώ
1) abolish2) repeal3) rescindΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταργώ
-
9 καταργώ (μονοπώλιο)
уриваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > καταργώ (μονοπώλιο)
-
10 abolish
καταργώ -
11 отменить
καταργώ, ακυρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отменить
-
12 отменить
-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.καταργώ ακυρώνω αίρω•отменить частную собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής•
отменить карточную систему καταργώ το σύστημα διανομής με δελτίο•
отменить телесные наказания καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες).
|| ανακαλώ•отменить приказание ανακαλώ διαταγή.
|| αναβάλλω•отменить спектакль αναβάλλω το θέαμα.
-
13 уничтожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.ρ.σ.μ.1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•
уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.
|| καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•
уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•
уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.
|| ακυρώνω•уничтожить закон καταργώ νόμο•
уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).
|| μτφ. διαλύω•уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•
уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.
2. καταπίνω• καταβροχθίζω.3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. εξαφανίζομαι, χάνομαι. -
14 ликвидировать
ликвидировать διαλύω, καταργώ· ακυρώνω (отменять)' εξαλείφω (искоренять)* * *διαλύω, καταργώ; ακυρώνω ( отменять); εξαλείφω ( искоренять) -
15 отменить
отменить, отменять ματαιώνω· καταργώ, ακυρώνω (расторгнуть)' спектакль отменён η παράσταση ματαιώθηκε* * *= отменятьματαιώνω; καταργώ, ακυρώνω ( расторгнуть)спекта́кль отменён — η παράσταση ματαιώθηκε
-
16 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
17 упразднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упразднённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.καταργώ• ακυρώνω• καταλύω•упразднить закон καταργώ νόμο.
καταργούμαι, ακυρώνομαι. -
18 аннулировать
ακυρώνω, καταργώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аннулировать
-
19 ликвидировать
1. (прекращать деятельность) διαλύω 2. (отменять) καταργώ 3. (долги) εκκαθαρίζω, εξοφλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидировать
-
20 уничтожать
1. (прекращать существование чего-л.истреблять) καταστρέφω, εξαφανίζωεξολοθρεύω, εξαλείφω, εξοντώνω, συντρίβω, εκμηδενίζω2. (упразднять, ликвидировать, нейтрализовать, компенсировать) εξουδετερώνω, καταργώ, διαλύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уничтожать
См. также в других словарях:
καταργώ — καταργώ, κατάργησα και κατήργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… … Dictionary of Greek
καταργώ — κατάργησα, καταργήθηκα, καταργημένος, παύω, ακυρώνω, καταλύω: Καταργήθηκαν πολλά γυμνάσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταργῶ — καταργέω leave unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταργέω leave unemployed pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταργέω leave unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταργέω leave unemployed pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταργώ — έω, Α καταργώ, καταπαύω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταργῶ (Ι) «καταλύω, ακυρώνω»] … Dictionary of Greek
ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ακατάργητος — η, ο (Α ἀκατάργητος, ον) [καταργῶ] αυτός που δεν έχει καταργηθεί ή δεν μπορεί να καταργηθεί αρχ. εκείνος που δεν αδρανεί ποτέ, ο ακάματος … Dictionary of Greek
ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] … Dictionary of Greek
ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek