-
1 καταπαλλομαι
устремляться вниз, слетать(ἐξ οὐρανοῦ Hom.)
πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον ὕδωρ Anth. — вода, низвергающаяся с двувершинной скалы (т.е. Парнасса). - см. тж. κατεφάλλομαι, к которому формы καταπάλλομαι служат v. l. -
2 εκκαταπαλλομαι
тж. ἐκ καταπάλλομαι (только 3 л. sing. aor. ἐκκατέπαλτο) устремиться, ринуться(οὐρανοῦ δι΄ αἰθέρος Hom.)
-
3 κατεφαλλομαι
(fut. κατεφαλοῦμαι, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέπαλτο - см. тж. καταπάλλομαι См. καταπαλλομαι - эп. part. κατεπάλμενος) соскакивать, спрыгивать(ἐξ ἵππων κατεπάλμενος Hom.)
πέτρης ἐκ δισσῆς κατεπάλμενον ὕδωρ Anth. — вода, низвергающаяся с двувершинной скалы;οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο Hom. — (Афина) спорхнула с небес
См. также в других словарях:
καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… … Dictionary of Greek
καταπάλλειν — καταπάλλομαι dart down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπάλλεται — καταπάλλομαι dart down pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπήλατο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπηλα — καταπάλλομαι dart down aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέπαλτο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατέπᾱλτο , κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλαίσας — καταπᾱλαίσᾱς , καταπάλλομαι dart down aor part act fem acc pl (doric aeolic) καταπᾱλαίσᾱς , καταπάλλομαι dart down aor part act fem gen sg (doric aeolic) καταπαλαίσᾱς , καταπαλαίω throw in wrestling aor part act masc nom/voc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλτός — καταπαλτός, ή, όν (Α) [καταπάλλομαι] αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη … Dictionary of Greek
καταπάλαισιν — καταπά̱λαισιν , καταπάλλομαι dart down aor part act masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέπαλτο — ἐν καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg ἐγκατέπᾱλτο , ἐν κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)