-
1 εκκαταπαλλομαι
тж. ἐκ καταπάλλομαι (только 3 л. sing. aor. ἐκκατέπαλτο) устремиться, ринуться(οὐρανοῦ δι΄ αἰθέρος Hom.)
См. также в других словарях:
εκκαταπάλλομαι — ἐκκαταπάλλομαι (Α) πηδώ προς τα κάτω … Dictionary of Greek
ἐκκατέπαλτο — ἐκκαταπάλλομαι aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)