-
1 подавить
ρ.σ.μ.1. πιέζω, πατώ θλίβω.2. (για όλα, πολλά)• συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ• σπάζω.3. (κατά)πνίγω, καταστέλλω•подавить мятеж καταστέλλω τη στάση.
|| μτφ. (συγ)κρατώ, υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω•подавить вздох συγκρατώ τον αναστεναγμό•
подавить страх υπερνικώ το φόβο•
подавить боль βαστώ τον πόνο.
4. μτφ. καλύπτω, σκεπάζω• επισκιάζω.5. επιβάλλομαι, καταπλήσσω•подавить авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος•
подавить всех своим исключительный успехом καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου.
6. λυπώ, θλίβω.1. πνίγομαι•подавить рыбной костью πνίγομαι με ψαροκόκκαλο.
2. μτφ. κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω. -
2 изумить
-
3 поразить
-
4 ошеломить
ошеломитьсов, ошеломлять несов καταπλήσσω, ἀφήνω κάποιον κατάπληκ-το[ν]. -
5 потрясать
потряс||атьнесов1. ἐπισείω, κουνώ, κλονίζω, τραντάζω:\потрясать оружием ἐπισείω τά ὅπλα·2. (удивлять) συνταράσσω, καταπλήσσω:\потрясать до глубины души́ συνταράσσω βαθειά. -
6 ошеломлять
[ασελαμλγιάτ*] ρ. καταπλήσσω -
7 ошеломлять
[ασελαμλγιάτ'] ρ καταπλήσσω -
8 изумить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изумленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. καταπλήσσω, προκαλώ το θαυμασμό.καταπλήσσομαι, μένω έκθαμβος. -
9 надивить
-
10 ослепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ослепленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. (εκ)τυφλώνω•его -ли τον τύφλωσαν.
|| μτφ. επισκοτίζω την κρίση•страсти -ли нас μας τύφλωσαν τα πάθη.
|| εκθαμβώνω, θαμπώνω•солнце -ло мой глаза ο ήλιος μου θάμπωσε τα μάτια.
2. εκπλήσσω, καταπλήσσω, εντυπωσιάζω ζωηρότατα. -
11 ошарашить
-шу, -шишьρ.σ.μ. (απλ.).1. χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.2. καταπλήσσω, αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω. -
12 потрясти
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потрясенный, βρ: -сн, -сена, -сено.1. βλ. трясти με σημ. λίγο, μερικές φορές•потрясти мешок τινάζω το τσουβάλι•
потрясти яблоню τινάζω τη μηλιά.
2. τραντάζω, σείω•взрыв -яс почву η έκρηξη έσεισε το έδαφος.
3. μτφ. συγκλονίζω, (συν)-ταράσσω•смерть его -ла всех ο θάνατος του συγκλόνισε όλους.
|| εκπλήσσω, καταπλήσσω• συγκινώ.1. βλ. трястись με σημ. λίγο.2. παλ. τραντάζομαι, σείομαι.3. συγκλονίζομαι, συνταράσσομαι εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι • συγκινούμαι. -
13 разодолжить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодолженный, βρ: -жен, -жена, -жено•, ρ.σ.μ. παλ. καταϋποχρεώνω, οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη. || καταπλήσσω, ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω. -
14 эпатировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. καταπλήσσω με έκτροπα ή σκάνταλα.
См. также в других словарях:
καταπλήσσω — strike down pres subj act 1st sg καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήσσω — καταπλήσσω, κατέπληξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… … Dictionary of Greek
καταπλήσσω — κατέπληξα και κατάπληξα, καταπλάγηκα, κάνω κάποιον να τα χάσει, τον σαστίζω, τον θαμπώνω: Μας κατέπληξε όλους με τις απαντήσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλήξω — καταπλήσσω strike down aor subj act 1st sg καταπλήσσω strike down fut ind act 1st sg καταπλήσσω strike down aor subj act 1st sg καταπλήσσω strike down fut ind act 1st sg καταπλήσσω strike down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καταπλήσσω strike… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήσσῃ — καταπλήσσω strike down pres subj mp 2nd sg καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd sg καταπλήσσω strike down pres subj act 3rd sg καταπλήσσω strike down pres subj mp 2nd sg καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd sg καταπλήσσω strike down pres subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήττεσθε — καταπλήσσω strike down pres imperat mp 2nd pl (attic) καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd pl (attic) καταπλήσσω strike down pres imperat mp 2nd pl (attic) καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd pl (attic) καταπλήσσεσθε , καταπλήσσω strike down … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήττῃ — καταπλήσσω strike down pres subj mp 2nd sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd sg (attic) καταπλήσσω strike down pres subj act 3rd sg (attic) καταπλήσσω strike down pres subj mp 2nd sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληξαμένων — καταπλήσσω strike down aor part mid fem gen pl καταπλήσσω strike down aor part mid masc/neut gen pl καταπλήσσω strike down aor part mid fem gen pl καταπλήσσω strike down aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληξάμενον — καταπλήσσω strike down aor part mid masc acc sg καταπλήσσω strike down aor part mid neut nom/voc/acc sg καταπλήσσω strike down aor part mid masc acc sg καταπλήσσω strike down aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληξάντων — καταπλήσσω strike down aor part act masc/neut gen pl καταπλήσσω strike down aor imperat act 3rd pl καταπλήσσω strike down aor part act masc/neut gen pl καταπλήσσω strike down aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)