-
1 καταλογεῖον
καταλογεῖον, τό,A record office, POxy.73.34 (i A. D.), 2134.2 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογεῖον
-
2 συγχώρησις
A agreement, consent, Pl.Lg. 770c, OGI508.9 (Ephesus, ii A.D.); τὴν σιγὴν σ. θήσω take silence for consent, Pl.Cra. 435b; τὴν τῷ λόγῳ ς. your agreement to my argument, Id.Lg. 837e; assent, Aristid.Quint. 2.10 (pl.); coupled with συνδρομή, Hermog.Id.2.1.2 agreement submitted to a court in conformity with a verdict, settlement of an action, Mitteis Chr. 31 ii 11 (ii B.C.).b any legal agreement in the form of a memorial presented to the καταλογεῖον of the chief justice at Alexandria, BGU 1053 ii 17, al. (i B.C.), 1574.13 (ii A.D.), CPR188.24 (ii A.D.), etc.; cession, conveyance of property in this form, BGU 1772.23 (i B.C.), Arch.Pap.5.390 (i A.D.), Sammelb.6016.24 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχώρησις
См. также в других словарях:
καταλογείον — καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς] γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή* … Dictionary of Greek
δημόσια γράμματα — Είδος αρχαίας ελληνικής καθημερινής εφημερίδας των επίσημων ειδήσεων, που κατέγραφαν και τηρούσαν διάφοροι γραμματείς και αντιγραφείς στο καταλογείον, δηλαδή στο πρωτόκολλο. Στη Ρώμη, τα δ.γ. ονομάζονταν acta diurna ή απλώς acta … Dictionary of Greek