Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καταλογεῖον

См. также в других словарях:

  • καταλογείον — καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς] γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή* …   Dictionary of Greek

  • δημόσια γράμματα — Είδος αρχαίας ελληνικής καθημερινής εφημερίδας των επίσημων ειδήσεων, που κατέγραφαν και τηρούσαν διάφοροι γραμματείς και αντιγραφείς στο καταλογείον, δηλαδή στο πρωτόκολλο. Στη Ρώμη, τα δ.γ. ονομάζονταν acta diurna ή απλώς acta …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»