-
1 συνδρομή
-
2 συνδρομῇ
-
3 συνδρομή
συνδρομή, ῆς, ἡ (συντρέχω) formation of a mob by pers. running together, running together (Cephisodorus [V/IV B.C.] in Aristot., Rhet. 3, 10, 1411a, 29; Polyb. 1, 69, 11; Diod S 3, 71, 3; 15, 90, 2; 3 Macc 3:8; Ath., R. 21, 74, 5) ἐγένετο ς. τοῦ λαοῦ the people rushed together Ac 21:30 (Polyb. 1, 67, 2; Jdth 10:18 ἐγένετο συνδρομή).—DELG s.v. δραμεῖν. M-M. -
4 συνδρομή
συνδρομήtumultuous concourse: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 συνδρομή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 Jdt 10,18; 3 Mc 3,8 -
6 συνδρομή
συνδρομ-ή, ἡ,A tumultuous concourse of people, Cephisod. ap. Arist. Rh. 1411a29, Plb.1.67.2 (pl.), LXX Ju.10.18, Act.Ap.21.30; ἐπί τινα, κατά τινων, D.S.3.71, 15.90;σ. τῶν ὄχλων εἰς τὴν ἐκκλησίαν Posidon. 36
J.; ἀπὸ συνδρομῆς tumultuously, D.S.13.87.2 of things, στενὴ πορθμοῦ ς. (cf. foreg.) Lyc.649; σ. αἵματος εἰς τὸν πληγέντα τόπον a determination of blood, Arist.Pr. 889b30;σ. θερμοῦ Plu.2.695a
; combination,κέκληται ἡ σ. τούτων καυλός Sor.1.9
;σ. ἀγαθῶν Str.5.3.7
; ἡς. τοῦ λόγου its conclusion, moral, AP9.203 (Phot. or Leo Phil.); esp. Medic., concurrence of symptoms, 'clinical picture', Gal. 11.59, Aret.CA1.10.b contraction of a muscle, Antyll. ap. Orib. 45.15.5, Cat.Cod.Astr.8(3).147 (pl.); of the prepuce, Paul.Aeg.6.55.3 in Rhet., provisional concession of an adversary's standpoint, Hermog.Id.2.1,7, Aristid.Rh.1p.491S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδρομή
-
7 συνδρομή
subscriptionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνδρομή
-
8 συνδρομαί
συνδρομήtumultuous concourse: fem nom /voc pl -
9 συνδρομήν
συνδρομήtumultuous concourse: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 ξυνδρομής
-
11 ξυνδρομῆς
-
12 ξυνδρομήν
συνδρομήν, συνδρομήtumultuous concourse: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 συνδρομής
-
14 συνδρομῆς
-
15 συνδρομαίς
-
16 συνδρομαῖς
-
17 συνδρομών
-
18 συνδρομῶν
-
19 συνδρομάς
συνδρομάςproportionals: fem nom sgσυνδρομά̱ς, συνδρομήtumultuous concourse: fem acc pl -
20 θανατικός
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνδρομῇ — συνδρομή tumultuous concourse fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — tumultuous concourse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
συνδρομή — η 1. περιοδική προσφορά χρημάτων: Δεν πλήρωνε τη συνδρομή του και τον διέγραψαν από το σύλλογο. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: Με τη συνδρομή των φίλων του ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. – Ζητήθηκε η συνδρομή των πολιτών για τη σύλληψη των κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομαί — συνδρομή tumultuous concourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῆς — συνδρομή tumultuous concourse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομήν — συνδρομή tumultuous concourse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek