-
1 καταδρομή
-
2 καταδρομῇ
-
3 καταδρομη
ἥ1) набег, нашествие(καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.)
καταδρομῆς γενομένης Lys. — во время набега2) перен. нападение, выпад(ἐπὴ τὸν λόγον τινός Plat.)
κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. — наброситься на кого-л. с резкими нападками -
4 καταδρομή
καταδρομήinroad: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 καταδρομή
καταδρομή, ἡ,A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ κ. Id.5.56;καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27
, etc.;κ. γενομένης Lys.20.28
;ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R. 472a
; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).2 metaph., attack, invective,κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135
, cf. D.H.Th.3;κατά τινος Plb.12.23.1
;ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43
.2 perh. = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδρομή
-
6 καταδρομή
-
7 καταδρομή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,3charge, attack (by an army) -
8 καταδρομή
κατα-δρομή, ἡ, (1) das Anrennen gegen einen, der Streifzug; übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los. (2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel -
9 καταδρομαί
καταδρομήinroad: fem nom /voc pl -
10 καταδρομήν
καταδρομήinroad: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 καταδρομής
-
12 καταδρομῆς
-
13 καταδρομαίς
-
14 καταδρομαῖς
-
15 καταδρομών
-
16 καταδρομῶν
-
17 καταδρομάς
καταδρομά̱ς, καταδρομήinroad: fem acc pl
См. также в других словарях:
καταδρομῇ — καταδρομή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομή — η (Α καταδρομή) επιδρομή, εχθρική εισβολή νεοελλ. 1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.) 2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου 3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» στρατιωτικές μονάδες ειδικά… … Dictionary of Greek
καταδρομή — η 1.επιδρομή, έφοδος, εχθρική εισβολή: Αποκρούστηκε η πρώτη καταδρομή. 2. δυσμένεια, κατατρεγμός: Έχει την καταδρομή της τύχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδρομαῖς — καταδρομή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομαί — καταδρομή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομῆς — καταδρομή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομήν — καταδρομή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομῶν — καταδρομή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδρομή 2. κατάλληλος για καταδίωξη, καταδρομή, καταδιωκτικός 3. το ουδ. ως ουσ. το καταδρομικό(ν) κατηγορία πολεμικών πλοίων που είναι ελαφρότερα από τα πλοία μάχης, αλλά ταχύτερα από αυτά, αλλ. εύδρομο(ν) 4.… … Dictionary of Greek
Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… … Wikipédia en Français