-
1 δακέτου
δάκετονneut gen sgδάκετοςmasc /fem /neut gen sg -
2 καταδρομή
καταδρομή, ἡ,A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ κ. Id.5.56;καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27
, etc.;κ. γενομένης Lys.20.28
;ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R. 472a
; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).2 metaph., attack, invective,κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135
, cf. D.H.Th.3;κατά τινος Plb.12.23.1
;ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43
.2 perh. = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδρομή
См. также в других словарях:
δακέτου — δάκετον neut gen sg δάκετος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)