Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καρτ-

См. также в других словарях:

  • κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτ-ποστάλ — η ταχυδρομικό δελτάριο συνήθως εικονογραφημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carte postale] …   Dictionary of Greek

  • κάρρων — κάρρων, ον (Α) καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ. β. «ἄμμες δέ γ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού τού επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < *κάρσων, με αφομοίωση < *κάρ σσων, με… …   Dictionary of Greek

  • κάρτων — (Α) δωρ. τ. αντί κρείττων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού τού επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρτ ων σχηματίστηκε αναλογικά προς τον τ. καρτ ερός] …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • μπροστέλα — η ποδιά για τις δουλειές τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τ. ἐμπροστέλα + κατάλ. έλα (πρβλ. καρτ έλα, ροδ έλα). Κατ άλλη άποψη, < σλαβ. pre stela, με παρετυμολ. επίδραση τού εμπρός] …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»