Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καλμάρω

  • 1 утолить

    утолить, утолять ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου (жажду)9 ανακουφίζω, καλμάρω (боль)· \утолить голод καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω
    * * *
    = утолять
    ξεδιψώ, καταπραΰνω τη δίψα μου ( жажду);
    ανακουφίζω, καλμάρω ( боль)

    утоли́ть го́лод — καλμάρω την πείνα μου, χορταίνω

    Русско-греческий словарь > утолить

  • 2 стихнуть

    стихнуть ησυχάζω, καλμάρω
    * * *
    ησυχάζω, καλμάρω

    Русско-греческий словарь > стихнуть

  • 3 утихать

    утихать, утихнуть ησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω (о ветре); παύω (прекратиться)' ветер утихает о άνεμος κοπάζει; боль утихла о πόνος έπαψε
    * * *
    = утихнуть
    ησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω ( о ветре); παύω ( прекратиться)

    ве́тер утиха́ет — ο άνεμος κοπάζει

    боль ути́хла — ο πόνος έπαψε

    Русско-греческий словарь > утихать

  • 4 успокоить

    -кою, -коишь
    ρ.σ.μ.
    1. ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω•

    успокоить больного καθησυχάζω τον άρρωστο•

    успокоить детей καθησυχάζω τα παιδιά.

    2. υποτάσσω, δαμάζω.
    3. καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω•

    успокоить зубную боль μαλακώνω τον πονόδοντο•

    успокоить нервы καθησυχάζω τα νεύρα.

    || ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω.
    1. ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω.
    2. ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω•

    море -лось η θάλασσα γαλήνεψε•

    ветер -лся ο άνεμος κόπασε.

    || μτφ. αναπαύομαι•

    совесть -лась η συνείδηση αναπαύτηκε.

    3. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω•

    нервы -лись τα νεύρα μαλάκωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > успокоить

  • 5 затихать

    затихать
    несов, затихнуть сов
    1. (умолкать) σωπαίνω, παύω, παύω νά ἀκούγομαι:
    шаги́ затихли τά βήματα ἔπαψαν νά ἀκούγονται· голоса затихли οἱ φωνές σώπασαν·
    2. (прекращаться) κοπάζω, παύω / καλμάρω (ослабевать):
    бу́ря затихла ἡ θύελλα ἐκόπασε.

    Русско-новогреческий словарь > затихать

  • 6 стихать

    стихать
    несов ἡσυχάζω (άμετ.), καλμάρω.

    Русско-новогреческий словарь > стихать

  • 7 угомонить

    угомонить
    сов разг ἡσυχάζω (μεχ.), συγκρατώ, καλμάρω, περιμαζεύω:
    его невозможно \угомонить εἶναι ἀδύνατο νά τόν περιμαζέψεις.

    Русско-новогреческий словарь > угомонить

  • 8 угомониться

    угомонить||ся
    разг ἡσυχάζω (άμετ.), καλμάρω (άμετ.):
    дети, наконец, угомонились τά παίδιά ἐπί τέλους ἡσύχασαν.

    Русско-новогреческий словарь > угомониться

  • 9 загладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνω• λειαίνω•

    загладить волосы ισιάζω τα μαλλιά•

    загладить складки ισιώνω τις πιέτες•

    загладить моршины ομαλύνω τις ρυτίδες.

    2. μτφ. διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ•

    загладить ощибку διορθώνω το λάθος•

    загладить несправедливость επανορθώνω την αδικία.

    1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι• λειαίνομαι.
    2. διορθώνομαι, επανορθώνομαι• μετριάζομαι, καλμάρω.

    Большой русско-греческий словарь > загладить

  • 10 затихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. затих, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, παύω:• -ли шаги прохожих σταμάτησαν (ν’ ακούονται) τα βήματα των διαβατών•

    голоса -ли οι φωνές σώπασαν,

    2. (καθ)ησυχάζω• καλμάρω, κοπάζω, μαλακώνω•

    ветер -их ο άνεμος κόπασε•

    -ли страсти καθησύχασαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > затихнуть

  • 11 поулечься

    ρ.σ.
    1. βλ. улечься (για όλους, πολλούς).
    2. μτφ. καθησυχάζω, καλμάρω, καταπραΰνω, μαλακώνω.

    Большой русско-греческий словарь > поулечься

  • 12 присмиреть

    ρ.σ. καθησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, καταλαγιάζω, καλμάρω σιγώ, κάθομαι φρόνιμα•

    море -ло η θάλασσα γαλήνευσε•

    шалун -ел после наказания το άταχτο παιδί ηρέμησε μετά την τιμωρία.

    Большой русско-греческий словарь > присмиреть

  • 13 притихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.,притих
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. притихший κ. притихнувший
    ρ.σ.
    1. καθησυχάζω• σιγώ• σταματώ (για θόρυβο, φωνές κ.τ.τ.)• дети -ли ταπαι-διά καθησύχασαν.
    2. κοπάζω, καλμάρω, καταλαγιάζω•

    ветер -их ο άνεμος κόπασε.

    Большой русско-греческий словарь > притихнуть

  • 14 приулечься

    -лягусь, -ляжешься, -лягутся, παρλθ. χρ. приулгся, -леглась, -лось
    ρ.σ. καθησυχάζω, κοπάζω, καλμάρω, καταλαγιάζω,ηρεμώ•

    ветер -лгся ο άνεμος εκόπασε.

    Большой русско-греческий словарь > приулечься

  • 15 смягчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чего
    ρ.σ.μ.
    1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•

    смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.

    2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•

    смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.

    || μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•

    смягчить приговор μετριάζω την ποινή.

    || αδυνατίζω, νοθεύω•

    вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.

    || μτφ. κάνω ήπιο•

    смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.

    3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).
    1. μαλακώνω, απαλύνομαι•

    кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.

    2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смягчить

  • 16 стихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. стих, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. стихший κ. стихнувший
    ρ.σ.
    ησυχάζω, καλμάρω, σιγώ, παύω, σταματώ•

    песня -ла το τραγούδι έπαψε•

    крики -ли οι κραυγές σταμάτησαν•

    птицы -ли τα πουλιά σίγασαν•

    пулемт стих το πολυβόλο σίγασε•

    ветер стих ο άνεμος καταλάγιασε•

    буря -ла η θύελλα κόπασε (κάλμαρε)•

    кашел стих ο βήχας ησύχασε (μαλάκωσε).

    Большой русско-греческий словарь > стихнуть

  • 17 тихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. -тих, -ла, -ло
    ρ.δ. ησυχάζω, γαληνεύω, καλμάρω, καταλαγιάζω, ηρεμώ.

    Большой русско-греческий словарь > тихнуть

  • 18 угомонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. угомонённый
    -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. ησυχάζω, ηρεμίζω•

    угомонить расшалившюсся детей ηρεμίζω τα άταχτα παιδιά.

    ηρεμώ, ησυχάζω, ειρηνεύω•

    толпа -лась ο όχλος ηρέμησε•

    угомонить дети скоро не -лись τα παιδιά αμέσως δεν ηρέμησαν.

    || καλμάρω, καταλαγιάζω, κοπάζω•

    ветер -лся ο άνεμος κόπασε.

    || μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξαντλώ• μειώνομαι, ελαττώνομαι•

    тоска -лась η θλίψη πέρασε λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > угомонить

  • 19 улечься

    улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягся
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•

    улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.

    || χωρώ καθιστός.
    2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•

    пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.

    3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•

    -гся ветер κόπασε ο άνεμος•

    -гся холод έσπασε το κρύο•

    -глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > улечься

  • 20 умерить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умеренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μετριάζω, μειώνω, περιστέλλω• υποστέλλω• καταπραύνω, κατευνάζω, καλμάρω, μαλακώνω• καθησυχάζω•

    умерить свой аппетит μετριάζω την όρεξη μου•

    умерить гнев κατευνάζω το θυμό•

    умерить боль καταπραϋνω τον πόνο•

    умерить жар μετριάζω τη ζεστή•

    умерить свой расходы περιορίζω τα έξοδα μου•

    страсти κατευνάζω τα πάθη.

    μετριάζομαι, μειώνομαι καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > умерить

См. также в других словарях:

  • καλμάρω — και καλμαρίζω (λ. ιταλ.), κάλμαρα και καλμάρισα, καλμαρισμένος, κάνω κάποιον να ησυχάσει: Είδα κι έπαθα ώσπου να τον καλμάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλμάρω — καλμάρω, κάλμαρα και καλμάρισα, καλμαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλμάρω — 1. κάνω κάποιον να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, καθησυχάζω, κατευνάζω («προσπάθησα να τόν καλμάρω αλλά με τόσα νεύρα που είχε ήταν αδύνατο») 2. ξαναβρίσκω την ψυχική μου ηρεμία, ησυχάζω («θα καλμάρει μόνος του σιγά σιγά») 3. (για καιρική… …   Dictionary of Greek

  • μαλακώνω — μαλάκωσα, μαλακωμένος 1. κάνω κάτι μαλακό, απαλό: Το κρέας μαλάκωσε με το βράσιμο. 2. μτφ., καταπραΰνω, καλμάρω, κατευνάζω: Ο θυμός του μαλάκωσε όταν έμαθε την αλήθεια. 3. αμτβ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, καλμάρω: Ο καιρός μαλάκωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλμάριστος — η, ο [καλμάρω] 1. αυτός που δεν έχει καλμάρει, γαληνέψει «ακαλμάριστο πέλαγος» 2. όποιος δεν έχει καταπραϋνθεί, δεν έχει ηρεμήσει «ακαλμάριστα νεύρα» 3. όποιος δεν μπορεί να καλμάρει, να γαληνέψει 4. εκείνος που δεν μπορεί να εξημερωθεί, να… …   Dictionary of Greek

  • γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • (η)μερεύω — (η)μέρεψα, (η)μερεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάποιον ήμερο, δαμάζω: Δεν μπορώ να μερέψω αυτό το άλογο. 2. γαληνεύω, καθησυχάζω: Είδαν κι έπαθαν να τον μερέψουν. 3. αμτβ., γίνομαι ήρεμος, καλμάρω: Μερικά ζώα δε μερεύουν με κανέναν τρόπο. – Μέρεψε κάπως ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαληνεύω — γαλήνεψα, γαληνεμένος 1. μτβ., ηρεμώ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, μερώνω κάποιον. 2. αμτβ., ησυχάζω, ηρεμώ, καλμάρω: Είναι νευρικός αλλά γαληνεύει πάντα μόλις βλέπει το εγγόνι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιμίζω — και κοιμάω κοίμισα και κοίμησα, κοιμισμένος 1. κάνω κάποιον να αποκοιμηθεί: Θα κοιμίσει το μωρό και θα έρθει. 2. καθησυχάζω, καλμάρω: Το φάρμακο αυτό κοιμίζει τους πόνους. 3. η μτχ., κοιμισμένος άνθρωπος νωθρός και καθυστερημένος διανοητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊνάρω — (λ. ιταλ.), μαΐναρα και μαϊνάρισα (προστ. μάινα και μαϊνάρισε), μαϊναρισμένος 1. μτβ. (ναυτ.), χαλαρώνω, αφήνω κάτι ελεύθερο, κατεβάζω: Μαϊνάρισαν τα πανιά μέχρι να περάσει η τρικυμία. 2. αμτβ., καλμάρω, γαληνεύω, κοπάζω: Μαϊνάρισε ο αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»