-
41 раздельный
раздельныйприл1. χωριστός, ξεχωρισμένος:\раздельныйое обучение ἡ χωριστή ἐκπαίδευση·2. (о произношении) εὐκρινής, καθαρός. -
42 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα. -
43 четкий
чет||кийприл ἀκριβής (точный)/ σαφής, καθαρός, εὐκρινής (ясный, отчетливый)/ εὐανάγνωστος (о почерке и т. п.):\четкийкие движения οἱ ἀκριβείς κινήσεις· \четкий \четкий шаг τό ρυθμικό βήμα· \четкийкая речь ἡ καθαρή ὁμιλία· \четкийкое изложение ἡ σαφής Αφήγηση· \четкийкая работа ἡ καθαρή δουλειά. -
44 чистовой
чистов||ойприл καθαρός:\чистовойая тетрадь τό καθαρό τετράδιο· \чистовой экземпляр τό πρώτο ἀντίτυπο γραφομηχανής. -
45 чистоплотный
чистоплотн||ыйприл1. ὁ φίλος τής καθαριότητας, καθαρός, παστρικός·2. перен χρηστός, τίμιος. -
46 отчётливый
[ατσιότλιβυΤ] εκ. καθαρός, ευκρινής -
47 чистоплотный
[τσισταπλότνυϊ] εκ. καθαρός, παστρικός, (μεταφ.) τίμιος -
48 чистый
[τσίστυΐ] εκ. καθαρός αγνός -
49 отчётливый
[ατσιότλιβυΤ] επ καθαρός, ευκρινής -
50 чистоплотный
[τσισταπλότνυϊ] επ καθαρός, παστρικός, (μεταφ) τίμιος -
51 чистый
[τσίστυϊ] επ καθαρός αγνός -
52 благорастворение
-я ουδ.στην εκφρ. благорастворение воздухов εκκλσ. ευαερία.(αστ.) καθαρός αέρας, καλός καιρός, καλό κλίμα. -
53 внятный
επ. -тен, -тна, -тно.1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.2. νοητός, καταληπτός. -
54 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
55 голый
επ., βρ: гол, -а, -о.1. γυμνός, γδυμνός•-ые ноги γυμνά πόδια•
-ое тело γυμνό σώμα.
|| φτωχός, ελεεινός, άθλιος.2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.3. ακάλυπτος.4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•голый спирт καθαρό οινόπνευμα.
|| μονάτος, μόνο• μονάχα•-ые факты σκέτα γεγονότα•
-ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.
εκφρ.голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•- ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•- ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο. -
56 девственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно.1. παρθενικός. || μτφ. παρθένος, αγνός, καθαρός, αδιάφθορος.2. άθιχτος μέχρι τώρα•-ые леса παρθένα δάση•
-ая почва παρθένο έδαφος.
εκφρ.- ая плева – παρθενικός υμένας. -
57 звук
-а α.ήχος• αχή, αχός•слабый звук αδύνατος ήχος•
монотонный звук μονότονος ήχος•
музыкальный звук μουσικός ήχος•
звук голоса ήχος φωνής•
странный звук παράξενος ήχος•
звук выстрела η εκπυρσοκρότηση•
гласный звук το φωνήεν•
согласный звук το σύμφωνο•
чистый звук καθαρός ήχος•
посторонний звук (ράδιο) παράσιτα•
издавать звук ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο•
ни -а ούτε λέξη (δεν πρόφερε)•
скорость -а ταχύτητα ήχου•
под -и музыки υπό τους ήχους της μουσικής.
|| φθόγγος•-и и буквы φθόγγοι και γράμματα.
εκφρ.пустой звук – κούφια λόγια, αερολογήματα•ни -а – ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή. -
58 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
59 золото
-а ουδ.1. χρυσός, χρυσάφι, μάλαμα.2. χρυσαφικά. || κλωστή χρυσαφένια•вышивать -ом χρυσούφαίνω, χρυσοκεντώ.
3. χρυσά νομίσματα.4. μτφ. μεγάλης αξίας, μάλαμα.εκφρ.червонное золото – καθαρός χρυσός•чрное - – το πετρέλαιο•белое золото – το βαμπάκι. -
60 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.
См. также в других словарях:
καθαρός — physically clean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… … Dictionary of Greek
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)