Перевод: с русского на английский

с английского на русский

καθαρός

  • 1 net correlation

    French\ \ corrélation partielle
    German\ \ partielle Korrelation; Teilkorrelation
    Dutch\ \ partiële correlatie
    Italian\ \ correlazione depurata
    Spanish\ \ correlación reticular
    Catalan\ \ correlació parcial
    Portuguese\ \ correlação parcial
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ καθαρός συσχετισμός
    Finnish\ \ osittaiskorrelaatio
    Hungarian\ \ korrelációs háló
    Turkish\ \ net korelasyon; net ilişki
    Estonian\ \ osakorrelatsioon
    Lithuanian\ \ dalinė koreliacija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ korelacja czysta
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ hrein fylgni
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الارتباط الصافي
    Afrikaans\ \ netto korrelasie
    Chinese\ \ 净 相 关
    Korean\ \ 순상관

    Statistical terms > net correlation

См. также в других словарях:

  • καθαρός — physically clean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»