Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάποτε

  • 1 κάποτε

    [капоте] εκίρ. иногда

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάποτε

  • 2 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 3 когда-либо

    когда-либо, когда-нибудь 1) (в будущем) κάποτε, καμιά φορά \когда-либо поедем и мы κάποτε θα πάμε κι εμείς 2) (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά вы \когда-либо были в Афинах? ήσαστε ποτέ στην Αθήνα;
    * * *
    = когда-нибудь
    1) ( в будущем) κάποτε, καμιά φορά

    когда́-либо пое́дем и мы — κάποτε θα πάμε κι εμείς

    2) ( в прошлом) ποτέ, καμιά φορά

    вы когда́-либо бы́ли в Афи́нах? — ήσαστε ποτέ στην Αθήνα

    Русско-греческий словарь > когда-либо

  • 4 бывало

    1. ενκ., ουδ. παρλθ. χρ. του ρ. бывать.
    2. (παρ θ.) κάποτε-κάποτε, κάπου-κάπου, που και που, καμιά φορά, μερικές φορές, ενίοτε•

    я, ездил в деревню κάποτε-κάποτε πήγαινα στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > бывало

  • 5 когда-то

    когда-то
    нареч
    1. (в прошлом) κάποτε, τό πάλαι:
    \когда-то я читал эти книги κάποτε τά είχα διαβάσει αὐτά τά βιβλία·
    2. (в будущем) κάποτε:
    \когда-то еще мы увидимся! ποιος ξέρει πότε θά ξαναΐδωθοὐμε!

    Русско-новогреческий словарь > когда-то

  • 6 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 7 кое-когда

    κ. кой-когда
    επίρ.
    κάποτε, αραιά και που, κάποτε-κάποτε, πότε-πότε.

    Большой русско-греческий словарь > кое-когда

  • 8 иногда

    иногда κάποτε, καμιά φορά, πότε πότε
    * * *
    κάποτε, καμιά φορά, πότε πότε

    Русско-греческий словарь > иногда

  • 9 иной

    иной άλλος иными слова ми με άλλα λόγια ◇ \иной раз καμιά φορά, κάποτε
    * * *

    ины́ми слова́ми — με άλλα λόγια

    ••

    ино́й раз — καμιά φορά, κάποτε

    Русско-греческий словарь > иной

  • 10 как-нибудь

    как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω
    * * *
    1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)
    2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε

    я ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω

    Русско-греческий словарь > как-нибудь

  • 11 как-то

    как-то 1) см. как-нибудь 1 2) (каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόπο я этого \как-то не заметил αυτό κάπως μου διέφυγε 3) (когда-то) κάποτε, καμιά μέρα \как-то раз μια φορά, μια μέρα 4) (α именно) δηλαδή
    * * *
    2) ( каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόπο

    я э́того ка́к-то не заме́тил — αυτό κάπως μου διέφυγε

    3) ( когда-то) κάποτε, καμιά μέρα

    ка́к-то раз — μια φορά, μια μέρα

    4) ( а именно) δηλαδή

    Русско-греческий словарь > как-то

  • 12 когда-то

    когда-то прошлом) κάποτε, κάποια φορά
    * * *
    ( в прошлом) κάποτε, κάποια φορά

    Русско-греческий словарь > когда-то

  • 13 некогда

    I некогда Ι (нет времени): мне \некогда δεν έχω καιρό II некогда II (когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό
    * * *
    I

    мне не́когда — δεν έχω καιρό

    II
    ( когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό

    Русско-греческий словарь > некогда

  • 14 однажды

    однажды 1) μια φορά 2) (когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε
    * * *
    2) ( когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε

    Русско-греческий словарь > однажды

  • 15 однажды

    однажды
    нареч
    1. (один раз) μιά φορά·
    2. (как-то раз) κάποτε, μιά φορά κι ἕνα καιρό:
    \однажды утром ἕνα πρωί· \однажды вечером κάποιο βράδυ· \однажды зимой (летом и т. п.) κάποτε τό χειμῶνα (κάλοκαϊρι κ.λ.π).

    Русско-новогреческий словарь > однажды

  • 16 временами

    επίρ.
    πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, κάπου-κάπου, που και πού, κάποτε-κάποτε, ενίοτε•

    временами шел дождь πότε-πότε έβρεχε.

    Большой русско-греческий словарь > временами

  • 17 когда-нибудь

    επίρ.
    κάποτε, καμιά φορά, μια μέρα, καμιά μέρα•

    когда-нибудь мы все умрём κάποτε όλοι εμείς θα πεθάνομε•

    жили вы когда-нибудь в деревне? ζήσατε καμιά φορά στο χωριό;•

    кончишь ли ты -? θα τελειώσεις καμιά φορά;•

    придёшь ли ты когда-нибудь ко мне? θα έρθεις καμιά μέρα στο σπίτι μου;

    Большой русско-греческий словарь > когда-нибудь

  • 18 когда-то

    επίρ.
    κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•

    когда-то он был богат κάποτε ήταν πλούσιος•

    когда-то ещё он вернётся μια μέρα θα γυρίσει.

    Большой русско-греческий словарь > когда-то

  • 19 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 20 некогда

    επίρ. ως κατηγ.
    δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος•

    мне некогда δεν ευκαιρώ•

    работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•

    некогда сидеть δεν αδειάζω να καθήσω.

    επίρ.
    1. κάποτε, μια φορά (στο παρελθόν).
    2. παλ. κάποτε (στο μέλλον.)

    Большой русско-греческий словарь > некогда

См. также в других словарях:

  • κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — χρον. επίρρ. 1. κάποια φορά, μια φορά κι έναν καιρό: Κάποτε γνωριστήκαμε μ αυτόν. 2. καμιά φορά, σε μερικές περιστάσεις: Κάποτε κάποτε πάω και τον βλέπω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καπότε, Τρούμαν — (Truman Capote, Νέα Ορλεάνη 1924 – Λος Άντζελες 1984). Αμερικανός συγγραφέας, σεναριογράφος και ηθοποιός. Ο λογοτεχνικός κόσμος τον πρόσεξε με αφορμή ένα διήγημα που έγραψε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Έγινε δημοφιλής με τα δύο μυθιστορήματα Άλλες… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»