Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ισχύω

  • 1 действовать

    1. (поступать, выступать в каком-л. качестве) ενεργώ, δρω, πράττω, ενεργώ (ως), εμφανίζομαι (ως) 2. (функциони-ровать) ενεργώ, δρω, δουλεύω, λειτουργώ, ισχύω 3. (применять что-л.) χρησιμοποιώ Доказывать влияние, действие) επιδρώ 5. (ο документе, соглашении) ισχύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > действовать

  • 2 действовать

    действовать 1) ενεργώ, δρω 2) (функционировать) λειτουργώ 3) (оказывать действие) επιδρώ· лекарство хо рошо \действоватьует το φάρμακο κάνει καλά 4) юр. ισχύω
    * * *
    1) ενεργώ, δρω
    2) ( функционировать) λειτουργώ

    лека́рство хорошо́ де́йствует — το φάρμακο κάνει καλά

    4) юр. ισχύω

    Русско-греческий словарь > действовать

  • 3 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

  • 4 действовать

    действовать
    несов
    1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:
    \действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον
    2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):
    у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·
    3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:
    \действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·
    4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):
    \действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·
    5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.

    Русско-новогреческий словарь > действовать

  • 5 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 6 терять

    терять
    несов в разн. знач. χάνω:
    \терять ключи χάνω τά κλειδιά· \терять· Дорогу χάνω τό δρόμο· \терять терпение χάνω τήν ὑπομονή μου· \терять зрение χάνω τήν ὅραση (μου)-\терять время χάνω καιρό· не \терять надежды δέν ἀπελπίζομαι· \терять силу юр. παύω νά ἰσχύω· \терять на чем-л. βγαίνω χαμένος· \терять в чьем-л. мнении ξεπέφτω στήν ἐκτίμηση κάποιου· ◊ \терять по́чву под ногами χάνω τό ἐδαφος κάτω ἀπ' τα πόδια μου· \терять голову χάνω τά λογικά μου· \терять кого-либо из виду χάνω κάποιον ἀπό τά μάτια μου· нечего \терять δέν χάνω τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > терять

  • 7 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 8 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 9 оборона

    θ.
    άμυνα•

    крепить -у страны εν ισχύω την άμυνα της χώρας•

    перейти от -ы к нападению περνώ από την άμυνα στην επίθεση•

    прорвать вражескую -у σπάζω την άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχθρού•

    противовоздушная оборона αντιαεροπορική άμυνα, αεράμυνα•

    линия -ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας•

    упорная оборона σθεναρή άμυνα.

    Большой русско-греческий словарь > оборона

  • 10 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

См. также в других словарях:

  • ισχύω — ισχύω, ίσχυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: ισχύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ισχύων, ουσα, ον …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἰσχύω — ἰσχύ̱ω , ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ἰσχύ̱ω , ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • ισχύω — ίσχυσα 1. έχω ισχύ, επιρροή, επιβολή: Δεν ισχύουν οι παρακλήσεις μου. 2. έχω νομικό κύρος ή εφαρμογή, έχω πέραση: Δεν ισχύουν ορισμένες διατάξεις του συντάγματος. – Δεν ισχύει αυτή η άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχῦον — ἰσχύω to be strong pres part act masc voc sg ἰσχύω to be strong pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχῦσαι — ἰσχύω to be strong aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχῦσαν — ἰσχύω to be strong aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύοντ' — ἰσχύ̱οντα , ἰσχύω to be strong pres part act neut nom/voc/acc pl ἰσχύ̱οντα , ἰσχύω to be strong pres part act masc acc sg ἰσχύ̱οντι , ἰσχύω to be strong pres part act masc/neut dat sg ἰσχύ̱οντι , ἰσχύω to be strong pres ind act 3rd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυον — ἀνί̱σχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἀνί̱σχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἀνίσχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνίσχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισχύσω — ἐνῑσχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor ind mid 2nd sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor subj act 1st sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong fut ind act 1st sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίσχυον — ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»