-
1 уравновесить
-
2 балансировать
1. (вращающиеся части механизмов) ζυγοσταθμίζω, ισοσταθμίζω 2. (сохранять равновесие) ισορροπώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансировать
-
3 уравновешивать
уравновеш||иватьнесов ἰσορροπώ Ο-ετ.), ἰσοσταθμίζω, ἰσοφαρίζω:\уравновешиватьивать си́лы ἰσορροπώ τίς δυνάμεις \уравновешиватьиваться ἰσορροπώ (άμετ.). -
4 компенсировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. αποζημιώνω, επανορθώνω.2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω. -
5 отбалансировать
-рую, -руешьρ.σ.μ.(τεχ,) ισοσταθμίζω, ισορροπώ, φέρνω στα κέντρα κεντράρω. -
6 уравновесить
-ешу, -сишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уравновешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω, αντισταθμίζω, ισορροπώ• ισοφαρίζω.ισοζυγίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισορροπούμαι• ισοφαρίζομαι.
См. также в других словарях:
ισοσταθμίζω — ισοσταθμίζω, ισοστάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοσταθμίζω — 1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω 2. (αμτβ.) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
ισοσταθμίζω — ισοστάθμισα, ισοσταθμίστηκα, ισοσταθμισμένος 1. ισορροπώ, κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος. 2. αποκτώ ή έχω το ίδιο βάρος με άλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοζυγίζω — και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω) κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω νεοελλ. 1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ 2. ισοφαρίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος,… … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
επανισώ — ἐπανισῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι ίσο, ισοδύναμο με άλλα, εξισώνω, ισοσταθμίζω («και τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε», Πλάτ.) 2. επαναφέρω στην κανονική θέση, στη μεσότητα («ἐπανισουμένους τῷ πλήθει τε καὶ ὀλιγότητι τῆς διανομῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ισοστάθμιση — η [ισοσταθμίζω] η ισορρόπηση δύο πραγμάτων … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
αντισηκώνω — ήκωσα, ώθηκα, ωμένος, ανασηκώνω κάτι λίγο, ισοσταθμίζω: Αντισηκώθηκε, για να δει από το παράθυρο ποιον γάβγιζαν τα σκυλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. σκεπάζω κάτι: Το χιόνι τα κάλυψε όλα. 2. προστατεύω κάτι ή κάποιον: Το ισραηλινό πυροβολικό κάλυψε την υποχώρηση των δεξιών φαλαγγιτών στο Λίβανο. 3. αποκρύπτω κάτι, συγκαλύπτω: Η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)