-
1 уравновешивать
уравновеш||иватьнесов ἰσορροπώ Ο-ετ.), ἰσοσταθμίζω, ἰσοφαρίζω:\уравновешиватьивать си́лы ἰσορροπώ τίς δυνάμεις \уравновешиватьиваться ἰσορροπώ (άμετ.). -
2 уравновесить
-
3 балансировать
1. (вращающиеся части механизмов) ζυγοσταθμίζω, ισοσταθμίζω 2. (сохранять равновесие) ισορροπώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансировать
-
4 равновесие
равновеси||ес прям., перен ἡ ἰσορροπία, ἡ ἰσορρόπηση [-ις]:выводить кого-л. из \равновесиея κάνω κάποιον νά χάσει τήν ἰσορροπία του· выходить из \равновесиея χάνω τήν ἰσορροπία· приводить в \равновесие ισορροπώ (μετ.). -
5 уравновешивать
[ουραβναβιέσυβατ'] ρ. ισορροπώ -
6 уравновешивать
[ουραβναβιέσυβατ'] ρ ισορροπώ -
7 балансировать
-рую, -руешь, ρ.δ.1. ισορροπώ, σταθμίζω, ζυγίζω.2. μ.(τεχ.) ζυγίζω.3. αντισταθμίζω, εξισώνω• ισοφαρίζω. -
8 забалансировать
-рую, -руешьρ.σ. αρχίζω να ισορροπώ, να κρατώ ισορροπία. -
9 отбалансировать
-рую, -руешьρ.σ.μ.(τεχ,) ισοσταθμίζω, ισορροπώ, φέρνω στα κέντρα κεντράρω. -
10 равновесие
-я ουσ.1. ισορροπία•устойчивое равновесие σταθερή ισορροπία•
привести в равновесие ισορροπώ κάτι•
вывести из -я διαταράσσω (χαλνώ) την ισορροπία•
терять равновесие χάνω την ισορροπία.
2. μτφ. ηρεμία•душевное равновесие ψυχική ηρεμία.
-
11 уравновесить
-ешу, -сишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уравновешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω, αντισταθμίζω, ισορροπώ• ισοφαρίζω.ισοζυγίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισορροπούμαι• ισοφαρίζομαι.
См. также в других словарях:
ισορροπώ — ισορροπώ, ισορρόπησα, ισορροπημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ισορροπώ : η μτχ. ισορροπημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → αυτός που έχει ή φανερώνει διανοητική ή ψυχική ισορροπία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισορροπώ — (ΑΜ ἰσορροπῶ, έω) [ισόρροπος] 1. έχω ισορροπία 2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, η, ο αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος … Dictionary of Greek
ισορροπώ — ισορρόπησα, ισορροπημένος 1. μτβ., επιφέρω ισορροπία: Ισορροπούμε το ζυγό. 2. αμτβ., βρίσκομαι σε ισορροπία: Ο ζυγός ισορροπεί. 3. μτφ., βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση: Ισορροπημένος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσορρόπω — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρόπῳ — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρόπωι — ἰσορρόπῳ , ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιζυγώ — ἀντιζυγῶ ( όω) (AM) [αντίζυγος] αντισταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντιρρέπω — ἀντιρρέπω (Α) 1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος 2. ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
αντισταθμώ — ἀντισταθμῶ ( άω) (Α) κ. ώμαι (Μ) αντισταθμίζω, ισορροπώ … Dictionary of Greek
ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα … Dictionary of Greek