-
1 ικεσια
(ῐκ) ἥ1) мольба на коленях, покорная просьба об убежище и защите(ξένων Eur.)
2) просьба, настояние(ἱ. καὴ δέησις Plut.; θυμὸς ἔμπλεος ἱκεσίης Anth. с ῑκ)
ἱκεσίαισι σαῖς Eur. — по твоим настояниям3) моление, молебен(ἱκεσίας ποιεῖσθαι Aeschin.)
-
2 ικεσία
-
3 ικεσία
η мольба, горячая просьба -
4 ικεσία
[икэсиа] ουσ θ мольба, просьба о помощи. -
5 αφιξις
-
6 ικεσιος
3 и 21) просительный, умоляющий, молящий(παρθένων λόχος Aesch.; λιταί Soph.; προστροπή Eur.)
ἱκεσίᾳ χερί Eur. — умоляюще простирая руки;ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. — я молю тебя;ἱκεσία γίγνομαι Eur. — умоляю2) покровительствующий просящим(Ζεύς Aesch., Soph.; Θέμις Aesch.; θεός Arst.)
-
7 ικετεια
οἱ Κερκυραῖοι τέν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. — керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа);
ἐφ΄ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. — прибегать к просьбам, начать умолять;ἱ. θεῶν Lys. — молитва богам
См. также в других словарях:
ἱκεσία — ἱκεσίᾱ , ἱκέσιος of fem nom/voc/acc dual ἱκεσίᾱ , ἱκέσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱκεσίᾱ , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem nom/voc/acc dual ἱκεσίᾱ , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίᾳ — ἱκεσίᾱͅ , ἱκέσιος of fem dat sg (attic doric aeolic) ἱκεσίαι , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem nom/voc pl ἱκεσίᾱͅ , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικεσία — ἡ (ΑΜ ικεσία) βλ. ικέσιος … Dictionary of Greek
ικεσία — η αίτηση βοήθειας, παράκληση: Δεν εισακούστηκαν οι ικεσίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱκέσια — ἱκέσιος of neut nom/voc/acc pl ἱκέσιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίας — ἱκεσίᾱς , ἱκέσιος of fem acc pl ἱκεσίᾱς , ἱκέσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) ἱκεσίᾱς , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem acc pl ἱκεσίᾱς , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίαι — ἱκεσίᾱͅ , ἱκέσιος of fem dat sg (attic doric aeolic) ἱκεσία the prayer of a suppliant fem nom/voc pl ἱκεσίᾱͅ , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσιάων — ἱκεσιά̱ων , ἱκέσιος of masc/fem gen pl (epic aeolic) ἱκεσιά̱ων , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίαν — ἱκεσίᾱν , ἱκέσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) ἱκεσίᾱν , ἱκεσία the prayer of a suppliant fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσιῶν — ἱκεσία the prayer of a suppliant fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek