-
1 Ιος
ἡ Иос (остров в Эгейском море, к югу от Наксоса и к сев. от Теры) Arst., Plut. -
2 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
3 ἰός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰός
-
4 ιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιός
-
5 ἰός
1. яд; 2. ржавчина.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰός
-
6 ἰὸς
ржавчинаядΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰὸς
-
7 ἰός
яд -
8 ακριβογ(υ)ιός
ο1) любимый сын; 2) единственный сын -
9 ακριβογ(υ)ιός
ο1) любимый сын; 2) единственный сын -
10 γυναίκ(ε)ιος
γυναίκήσιος, α, ο см. γυναικείος -
11 γυναίκ(ε)ιος
γυναίκήσιος, α, ο см. γυναικείος -
12 ζενίθ(ε)ιος
(ε)ία, ον, ζενιθι(α)κός, ή, ό[ν] находящийся в зените -
13 ζενίθ(ε)ιος
(ε)ία, ον, ζενιθι(α)κός, ή, ό[ν] находящийся в зените -
14 μοναχογ(υ)ιός
ο единственный сын -
15 μοναχογ(υ)ιός
ο единственный сын -
16 παρωκεάν(ε)ιος
ος, ο[ν] расположенный или живущий на берегу океана, прибрежный -
17 παρωκεάν(ε)ιος
ος, ο[ν] расположенный или живущий на берегу океана, прибрежный -
18 πλουτών(ε)ιος
ία, ον подземный;πλουτών(ε)ιες εκρήξεις — подземные взрывы
-
19 πλουτών(ε)ιος
ία, ον подземный;πλουτών(ε)ιες εκρήξεις — подземные взрывы
-
20 τρά(γ)ιος
α, ο см. τράγειος
См. также в других словарях:
ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού … Dictionary of Greek
σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] … Dictionary of Greek
ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι … Dictionary of Greek
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek