Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιεῖος

См. также в других словарях:

  • χοϊείος — εία, ον, Α αυτός που έχει την περιεκτικότητα ενός χου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μέτρο υγρών» + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος, ταλαντ ιεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδίειος — λαμπαδίειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαμπαδηδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + ίειος (πρβλ. εχ ίειος)] …   Dictionary of Greek

  • μηνιείος — μηνιεῑος, α, ον (Α) 1. ο μηνιαίος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῑα μηνιαία σιτηρέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. ταλαντ ιείος)] …   Dictionary of Greek

  • μναϊείον — μναϊεῑον και μναϊῆον, τὸ (Α) χρυσό νόμισμα το οποίο ισοδυναμεί με μία αργυρή μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. μναϊεῖος (< μνᾶ + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. αρταβ ιείος)] …   Dictionary of Greek

  • σεληνιεία — τὰ, Α γιορτή τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. ιεῖος / ιεῖα (πρβλ. μην ιεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • ταλαντιείος — εία, ον, Α ταλαντιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»