-
1 πλάστιγξ,-ιγγος
ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 9,8; Wis 11,22scale, balance -
2 σάλπιγξ,-ιγγος
+ ἡ N 3 13-29-22-19-17=100 Ex 19,13.16.19; 20,18; Lv 23,24Cf. HARLE 1988, 43; LE BOULLUEC 1989, 211; PELLETIER 1975, 231; →NIDNTT; TWNT -
3 στρόφιγξ,-ιγγος
ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 26,14 -
4 σύριγξ,-ιγγος
-
5 ευλάιγγος
-
6 εὐλάιγγος
-
7 λάιγγος
λά̱ϊγγος, λᾶιγξsmall stone: fem gen sg -
8 βαθυσμῆριγξ
A thick-haired, Nonn.D.1.528.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυσμῆριγξ
-
9 δυσφόρμιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφόρμιγξ
-
10 εὐλᾶϊγξ
Aεὔλιθος, τράπεζα AP9.767
(Agath.); σορός ib.7.605 (Jul.), cf. Coluth.46, Nonn.D.5.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλᾶϊγξ
-
11 εὐστροφάλιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστροφάλιγξ
-
12 εὐφόρμιγξ
II [voice] Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφόρμιγξ
-
13 θῶμιγξ
A cord, string, Hdt.1.199, AP9.343 (Arch.), Polyaen.6.50, Ael.VH3.26; bow-string, A.Pers. 461, Eu. 182, Trag.Adesp.215; a fishing-line, Opp.H.3.76, etc. (Perh. cognate with Lat.fūnis.) -
14 καλολάϊγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλολάϊγξ
-
15 κύστιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύστιγξ
-
16 λᾶϊγξ
II generally, stone, A.R.1.402, al. -
17 μελιρραθάμιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιρραθάμιγξ
-
18 μῆνιγξ
-
19 μῆριγξ
-
20 πλάστιγξ
A scale of a balance, Ar. Pax 1248 ; ; τιθέναι εἰς πλάστιγγας, ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι, Pl.Ti. 63b, R. 550e : metaph.,ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης Trag.Adesp.179
;ὅταν δαίμων ἀνδρὸς εὐτυχοῦς τὸ πρὶν πλάστιγγ' ἐρείσῃ τοῦ βίου παλίρροπον S.Fr.576.5
(prob. for μάστιγ'); τὸ τεᾷ π. δοθὲν μακαριστότατον τελέθει Lyr.Adesp.139
;ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Ph.2.170
;εἰς τὴν αὐτὴν τιθεὶς π. τὴν μέθην τῇ μανίᾳ Ath.1.11a
.2 disk poised on the top of theῥάβδος κοτταβική, καθ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν π. ποιήσῃ πεσεῖν Antiph.55.6
, cf. Hermipp.47.8 (anap.) ;π. ἡ χαλκοῦ θυγάτηρ CritiasFr.1D.
, cf. Poll.6.110.III pl., surgical splints, Hippiatr.24,74 ; in form [full] πλήστιγγες, Hp. ap. Gal.19.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάστιγξ
См. также в других словарях:
φιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να συνοδεύει τον ήχο τής φόρμιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φόρμιγξ, ιγγος (πρβλ. ἀναξι φόρμιγξ, χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek
Φίξ — ιγγός, ἡ, Α βλ. Σφιξ … Dictionary of Greek
ποικιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek
πολυρραθάμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που εκπέμπει πολλές σταγόνες 2. αυτός που αποστάζει, που σταλάζει χυμούς («πολυρραθάμιγγος ὀπώρης», Νονν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥαθάμιγξ «σταγόνα»] … Dictionary of Greek
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή … Dictionary of Greek
ταχυστροφάλιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που περιστρέφεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στροφάλιγξ «περιστροφή»] … Dictionary of Greek
φαύστιξ — ιγγος, ἡ, Α βλ. φαῡσιγξ … Dictionary of Greek
χρυσοσάλπιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει χρυσή σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σάλπιγξ] … Dictionary of Greek
χρυσοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek
ψάλτιγξ — ιγγος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «κιθάρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω / ψάλτης, αναλογικά προς τα φόρμιγξ, σάλπιγξ] … Dictionary of Greek