-
1 θυηεις
-
2 θυήεις
-
3 θυήεις
θυήειςsmoking with incense: masc nom sg -
4 θυήεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θυήεις
-
5 θυήεις
θυήεις, εσσα, εν, von Opfern: Weihrauch duftend -
6 θυήεις
-
7 θυήεντας
θυήειςsmoking with incense: masc acc pl -
8 θυήεντ'
θυήεντα, θυήειςsmoking with incense: neut nom /voc /acc plθυήεντα, θυήειςsmoking with incense: masc acc sgθυήεντι, θυήειςsmoking with incense: masc /neut dat sgθυήεντε, θυήειςsmoking with incense: masc /neut nom /voc /acc dual -
9 θυήεν
-
10 θυῆεν
-
11 θυοεις
-
12 θυηέντων
θυάωrut: pres part act masc /neut gen plθυήειςsmoking with incense: masc /neut gen pl -
13 τέμενος
Aτέμενες IG5(2).432.31
,42 (Megalop., ii B.C.); [dialect] Aeol. gen. sg.τεμένηος Alc.152
: ([etym.] τέμνω):— a piece of land cut off and assigned as an official domain, esp. to kings and chiefs,καὶ μέν οἱ [Βελλεροφόντῃ] Αύκιοι τ. τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο Il.6.194
, cf. 20.184, 391;τ. περικαλλὲς.. πεντηκοντόγυον 9.578
, cf. 12.313;τ. βασιλήϊον 18.550
;δμῶες Ὀδυσσῆος τ. μέγα κοπρίσσοντες Od.17.299
, cf. 6.293: in pl.,τεμένεα 11.185
;τεμένη, μέρος τιμῆς Arist.Rh. 1361a35
.II a piece of land marked off from common uses and dedicated to a god, precinct,ἔνθα τέ οἱ τ. βωμός τε θυήεις Il.8.48
, cf. 2.696, al., Pi.N.10.19, IG12.94.29, etc.;τὸ τ. τῶν ἡρῴων Test.Epict.2.13
; in it stood the temple or shrine, Hdt.2.112, 155, 3.142;Πρωτεσίλεω τάφος τε καὶ τ. περὶ αὐτόν Id.9.116
: hence the Pythian race-course is called a τέμενος, Pi.P.5.33; Syracuse is the τ. Ἄρεος ib.2.2; the sacred valley of the Nile is the Νείλοιο πῖον τ. Κρονίδα ib. 4.56; the lake formed by the Cephisus is the τ. Καφισίδος ib.12.27; the Acropolis is the ἱερὸν τ. (of Pallas), Ar.Lys. 483 (lyr.): poet. also,τέμενος αἰθέρος A.Pers. 365
;ἀνέμων Philet.13
; Μαραθὼν σῆς ἀρετῆς τ. IG14.1185 ([place name] Rome); τρόπαια στησάμενοι Διὸς.. τέμενος to be a grove of Zeus, Tim.Pers. 211; of sacred grones, h.Ven.267.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέμενος
-
14 θύος
Grammatical information: n.Dialectal forms: Myc. tu-we-a `aromatic productsCompounds: As 1. member in θυο-σκόος (s. v.), θυο-δόκος `accepting burnt offerings' (E.), θυη-πόλος `making sacrifice, priest(ess)' (A., E.), with - έω, - ία ( θυη- after the plur.?; cf. also Schwyzer 438f.).Derivatives: θυόεις, θυήεις (s. above and Schwyzer 527) `rich in incense etc., fragrant' (Il.; θυῶεν εὑῶδες H.); θυώματα pl. `incense, spices' (Ion.), lengthened from θύος (cf. Chantraine Formation 187) rather than from a denomin. *θυόομαι, - όω, though this supposed by the ptc. τεθυωμένος `with odour' (Ι 172 u. a.), to which also θυωθέν (Hedyl. ap. Ath. 11, 486b); θυΐσκη (LXX, J.; v. l. - ος), also θύσκη, - ος (pap., Suid., EM) f. `censer (container for incense)' (after καδίσκος a. o.; Chantraine Formation 406); θυΐτης ( λίθος) m. name of an Ethiopian stone (Dsc., Gal.; Redard Les noms grecs en - της 55). -Etymology: Primary deriv. from 2. θύω, s. v. - From there Lat. LW [loanword] tūs, tūris n. `(frank)incense'; s. W.-Hofmann s. v. - On θυέστης, θυεία s. v.Page in Frisk: 1,694-695Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύος
См. также в других словарях:
θυήεις — θυήεις, εσσα, εν (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.) 2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. ήεις (πρβλ. αιγλ ήεις, πετρ ήεις)] … Dictionary of Greek
θυήεις — smoking with incense masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυῆεν — θυήεις smoking with incense masc voc sg θυήεις smoking with incense neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυήεντας — θυήεις smoking with incense masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυήεντ' — θυήεντα , θυήεις smoking with incense neut nom/voc/acc pl θυήεντα , θυήεις smoking with incense masc acc sg θυήεντι , θυήεις smoking with incense masc/neut dat sg θυήεντε , θυήεις smoking with incense masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
θυηέντων — θυάω rut pres part act masc/neut gen pl θυήεις smoking with incense masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) — dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s ) English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc. Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… … Proto-Indo-European etymological dictionary