-
1 χώρια
επίρρ.1) отдельно, раздельно; врозь, порознь; в отдельности; 2) не считая, без;§ είναι σαράντα χρονών χώρια τα καλοκαίρια — лет ему мало, а живёт давно (о людях, скрывающих свой возраст);
όλοι όλοι αντάμα κι' ο ψωριάρης χώρια — погов, все вместе, а шелудивый врозь
-
2 χωρία
χωρίονplace: neut nom /voc /acc pl -
3 χώρια
[хорьа] яг1р. отдельно, раздельно, врозь. -
4 περι-χωρία
περι-χωρία, ἡ, die Umgegend, Phot.
-
5 πολυ-χωρία
πολυ-χωρία, ἡ, Geräumigkeit; ὀνομάτων, Vieldeutigkeit der Wörter, Sp.
-
6 στενο-χωρία
-
7 συγ-χωρία
-
8 φιλο-χωρία
φιλο-χωρία, ἡ, Liebe, Vorliebe für einen Ort; Ar. Vesp. 834; D. Hal. 1, 27.
-
9 εὐρυ-χωρία
εὐρυ-χωρία, ἡ, die Geräumigkeit, weiter Platz, ἐν τῇ λοιπῇ εὐρυχωρίῃ τῆς ϑήκης Her. 4, 71; ἐν εύρυχωρίῃ ναυμαχέειν, in offener See, im Ggstze zu einer Meerenge, 8, 60; vgl. Thuc. 2, 83. 86; Plat. Tim. 60 e Theaet. 194 d u. Folgde; εὐρυχωρίαν ποιεῖτε, gebet Raum, Ath. XIV, 622 b. Uebertr., πολλὴ εὐρυχωρία τῆς ἀποδείξεως, ein weites Feld der Beweisführung, Plat. Min. 315 d.
-
10 δυς-χωρία
δυς-χωρία, ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.
-
11 Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
– Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε• Вместе тесно, а врозь скучноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
-
12 Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
-
13 Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
• Все вместе, а шелудивый врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
-
14 Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε
• Мы говорим на разных языкахИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε
-
15 χωρί'
χωρία, χωρίονplace: neut nom /voc /acc pl -
16 φελλεὰ
-
17 μετέωρος
A raised from off the ground,τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187
;σκέλεα δὲ.. κατακρέμαται μ. Id.4.72
;μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
; πῆχυς μ. an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; -ότερος.. τῶν σαύρων raised higher than.., above.., of the chamaeleon, Arist.HA 503a21; of high ground,τῶν χωρίωντὰ-ότατα Th.4.32
; ἀπὸ τοῦ μ. ib. 128, cf. D.55.29 ([comp] Comp.); χωρία νέμεσθαι -ότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA 596b4;τὰ -ότατα μέρη Protagorid.4
; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.2 on the surface,ἀπὸ τοῦ -οτάτου IG22.1668.8
: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr.HP3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μ. superficial pains, Hp.Aph.6.7;τομαί Id.Loc.Hom.13
; πνεῦμα μ. shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; - ότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).II = μετάρσιος, in mid-air, high in air,ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94
;ἆραί τινα μ. Ar.Eq. 1362
;μ. αἴρεσθαι Id. Pax80
; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu. 264;ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207
; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av. 818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht. 175d; of birds,μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA 714a21
; of fish,μ. πέτεσθαι Id.HA 535b28
; μ. νεῖν swim near the surface, ib. 602b22; τὰ μ. things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μ. πράγματα, says Socrates, Ar.Nu. 228, cf. 1284; τὰ μ. φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap. 18b;ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b
;τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap. 23d
, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: [comp] Comp., οἶσθα -ότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. -ως Philostr.VA4.21.2 on the high sea, of ships,καθορῶσι τὰς.. ναῦς μ. Th.1.48
;αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26
;μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10
; of persons,ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71
;μ. πλεῖν Str.2.3.4
.3 of a horse, high-stepping,πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1
.4 generally, unsettled, fermenting, undigested,μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19
; inflated,ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73
.III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense,Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8
;μετεώρῳ <τῇ> πόλει κινδυνεύειν Id.6.10
;μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6
, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for.., Id.5.101.2;πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1
; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15;μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75
, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28;γαῦρος καὶ μ. Luc.Nigr.5
; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μ. καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.2 of conditions, uncertain,τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122
;ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4
; unsettled,χρόνος μ. καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28
, cf. 33. Adv. - ρως, ἔχειν Plu.Cim.13
.3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending,δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9
(Samos, iii B.C.);μ. οἰκονομίαι POxy.238.1
(i A.D.), cf.PFay.116.12 (ii A.D.); ; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέωρος
-
18 προλαμβάνω
A- λήψομαι Isoc.6.16
: [tense] aor. προὔλαβον:—[voice] Pass., v. infr.1.5:— take or receive before,τὴν πόλιν Lys.26.9
codd.;τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9
; ἀργύριον π. receive money in advance, Id.50.14, 35;τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172
;τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166
;ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16
, etc.; also (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37;γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15
(Epid., ii A.D.);π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162
; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—[voice] Pass., to be contained in advance,ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst. 103
.2 take or seize beforehand, Aeschin. 3.142;τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24
;ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26
; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that.., Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—[voice] Pass.,σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3
.b get or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.);π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1
.5 assume in advance,τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr. 253
; προειλήφθω.. δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.II to be beforehand with, anticipate,1 c. acc. pers., get the start of,τὰς κύνας X.Cyn.5.19
, v. infr. 3;π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29
; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e;π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3
, cf. CP3.24.3: c. gen. pers., ; ἵνα μὴ -λημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel. 339 (lyr.), Ion 407;τὸν καιρόν Plb.9.14.12
, cf. Plu.Cam.34, etc.;τὸν ὄρθρον Luc.Am.15
; of mental anticipation,π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA 765a28
;τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7
, cf. 3.1.7;τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8
;π. ὅτι.. Plu.2.102e
, etc.3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105;πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2
(but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας); π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33
; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh. 1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph. 1050b5.4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7;τῇ διανοίᾳ Arist.Fr. 660
;τῇ φυγῇ Plu.Alex.20
, Cic.47.5 c. inf.,προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8
.8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.b anticipate the event, prejudge,ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14
;οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως..
by anticipation,X.
Cyr.1.2.3; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):— [voice] Med.,προλαμβάνου Men.701
:—[voice] Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3; what precedes,Procop.
Vand.2.16; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge,οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13
, cf. Sign.22:—[voice] Med., Id.D.1.13:— [voice] Pass., Id.Oec.p.57 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλαμβάνω
-
19 προς-κατα-γιγνώσκω
προς-κατα-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐϑέντην προςκαταγνωσϑέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῠσι διαιτητήν, ὅςτις αὐτοῖς τὰ χωρία προςκαταγνώσεται.
-
20 προβάτειος
προβάτειος, vom Schafe, zum Schafe gehörig, γάλα, Arist. H. A. 3, 20 u. A. – B. A. 296 προβάτεια χωρία, Land zur Schafweide geschickt.
См. также в других словарях:
χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… … Dictionary of Greek
χώρια — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, ξεχωριστά, ιδιαίτερα: Παντρεύτηκε και μένει χώρια απ τους γονείς του. 2. εκτός, πλην: Είναι τριάντα χρονών, χώρια τα καλοκαίρια. 3. παροιμ., «όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια», για κείνους που είναι κάπου, αλλά δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρία — χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σ(υ)χώρια — η, Ν βλ. σ(υ)χώριο … Dictionary of Greek
Δύο Χωριά — Ημιορεινός οικισμός (υψομ. 440 μ., 51 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
χωρί' — χωρία , χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek