Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θερμαίνομαι

См. также в других словарях:

  • θερμαίνομαι — θερμαίνομαι, θερμάνθηκα, θερμασμένος βλ. πίν. 46 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θερμαίνομαι — θερμαίνω warm pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκοπυρώνω — θερμαίνομαι ή φωτίζομαι και παίρνω ρόδινο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… …   Dictionary of Greek

  • βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοθερώ — ἡλιοθερῶ, έω (Α) [ηλιοθερής] θερμαίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • θαλπιώ — θαλπιῶ, άω και όω (Α) είμαι ή γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («εὖ θαλπιόων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θάλπω για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… …   Dictionary of Greek

  • πυριώ — άω, Α [πυρία] 1. βάζω κάποιον στο πυριατήριο, στο ατμόλουτρο 2. θερμαίνω 3. παθ. πυριῶμαι, άομαι α) θερμαίνομαι σε πυριατήριο β) χρησιμοποιούμαι ως πυριατήριο («[κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»