-
1 греться
ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι -
2 согреваться
ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι -
3 жарко
жарко 1. нареч. ζεστά, θερμά 2. предик, κάνει ζέστη сегодня \жарко σήμερα κάνει ζέ στη мне \жарко ζεσταίνομαι* * *1. нареч.ζεστά, θερμά2. предик.сего́дня жа́рко — σήμερα κάνει ζέστη
мне жа́рко — ζεσταίνομαι
-
4 тепло
I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά* * *I 1. нареч.θερμά, ζεστάтепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά
2. предик.тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον
сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη
II смне тепло́ — ζεσταίνομαι
η ζέστη, η ζεστασιάсего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν
держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά
-
5 согреть
-ею, -ешь ρ.σ.μ.1. θερμαίνω,ζεσταίνω•согреть воду ζεσταίνω νερό•
согреть опять (снова) ξαναζεσταίνω•
согреть дыханием χουχουλίζω.
2. μτφ. ενθαρρύνω.θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•вода -лась το νερό ζεστάθηκε•
согреть чаем ζεσταίνομαι με το τσάι.
-
6 прогрев
η προθέρμανση, η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрев
-
7 греть
-
8 согревать
согревать, согреть ζεσταίνω, θερμαίνω \согреваться ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι* * *= согретьζεσταίνω, θερμαίνω -
9 греться
греть||сяζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
10 жарко
жа́рк||о1. нареч ζεστά, θερμά·2. нареч перен φλογερά, ἐνθερμα·3. предик безл κάνει ζέστη, κάψα:мне \жаркоο ζεσταίνομαι. -
11 нагреваться
нагревать||сяθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. -
12 обогреваться
обогревать||сяζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
13 отогреваться
отогревать||сяθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. -
14 погреться
погреть||сяθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. -
15 подогреваться
подогревать||сяζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
16 прогреваться
прогревать||сяζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
17 разогреваться
разогревать||сяζεσταίνομαι, θερμαίνομαι. -
18 согреваться
согревать||сяθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι. -
19 солнце
солнц||ес ὁ ήλιος:восход \солнцеа ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· заход \солнцеа ἡ δύση τοῦ ἡλίου, τό ἡλιοβασίλεμα· греться на \солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο· определять время по \солнцеу καθορίζω τήν ὠρα κυττάζοντας τόν ήλιο· без \солнцеа ἀνήλιος· ◊ горное \солнце ὁ τεχνητός ήλιος. -
20 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.
См. также в других словарях:
ζεσταίνομαι — ζεσταίνομαι, ζεστάθηκα, ζεσταμένος βλ. πίν. 45 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
αλεαίνω — ἀλεαίνω (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα ΙΙ κατά τον Ευστάθιο η λ. στην αττική διάλεκτο δασυνόταν. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεαντικός] … Dictionary of Greek
ειληθερώ — εἰληθερῶ ( έω) (Α) ζεσταίνομαι στον ήλιο … Dictionary of Greek
ελαφρώνω — και αλαφρώνω (AM ἀλαφρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι ελαφρότερο με μείωση τού βάρους του 2. (για κλινοσκεπάσματα και ενδύματα) αφαιρώ για να ζεσταίνομαι λιγότερο νεοελλ. 1. (για ασθένεια) καθιστώ λιγότερο ενοχλητική ή επικίνδυνη 2. ανακουφίζω από θλίψη,… … Dictionary of Greek
ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] … Dictionary of Greek
λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ … Dictionary of Greek
πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
χουχουλιέμαι — και χοχολιέμαι Ν 1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω 2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)] … Dictionary of Greek
παραθερμαίνω — παραθέρμανα, παραθερμάνθηκα, παραθερμασμένος 1. μτβ., ζεσταίνω κάτι υπερβολικά: Το παραθέρμανες το σίδερο και θα κάψεις τα ρούχα. 2. μέσ., παραθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι υπερβολικά: Παραθερμαίνομαι με την ηλεκτρική κουβέρτα και ιδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)