-
1 потускнелый
θαμπός, θολωμένος- ние η σκοτοδίνη, η σκοτεινάδατο θόλωμα, η σκοτεινότητα, το σκοτείνιασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потускнелый
-
2 матовый
-
3 мутный
-
4 тусклый
ту́ск||лыйприл1. ἀμυδρός, θαμπός:\тусклыйлые стекла τά θαμπά γυαλιά, τζάμια· \тусклыйлое зеркало ὁ θαμπός καθρέφτης· \тусклый свет τό ἀμυδρό φῶς·2. перен θολός, χωρίς ἐκφραση (о глазах)Ι(ίχαρος, ἀνιαρός (скучный):\тусклый взгляд τό θολό βλεμ-μα. -
5 туманный
επ.-анен, -анна, -анно.1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•-ая полоса ομιχλώδης ζώνη•
туманный день ομιχλώδης μέρα.
|| της ομίχλης•туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.
|| μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.
2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный взор θαμπόβλέμμα•
-ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.
|| συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•-ая голова σκοτισμένο κεφάλι.
|| λυπημένος•-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.
-
6 мутный
1. (непрозрачный, нечистый) θολός, θολωμένος 2. (потускневший, затуманенный) θαμπός, θαμπωμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мутный
-
7 потный
1. (покрытый каплями осевшего пота) θαμπός, ιδρωμένος 2. (покрытый потом) ιδρωμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потный
-
8 расплывчатость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расплывчатость
-
9 тусклый
αμυδρός, θαμπόςθολόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тусклый
-
10 матовый
матов||ыйприл μάτ, θαμπός, ἀστιλβής:\матовыйая ко́жа лица τό χρώμα μάτ τοῦ προσώπου· \матовыйое стекло́ τό θαμπό γυαλί, τό γυαλί μάτ. -
11 мглистый
мгл||и́стыйприл ὁμιχλώδης, θαμπός. -
12 мутный
му́тн||ыйприл1. θολός, θαμπός·2. (потускневший):\мутныйые глаза τά θολά μάτια· \мутныйая голова τό θολωμένο μυαλό· ◊ в \мутныйой воде рыбу ловить погов. ψαρεύω στά θολά νερά. -
13 неприметный
неприметныйприл δυσδιάκριτος, ἀνεπαίσθητος, ἀδιόρατος / ἀφανής, ἀσήμαντος, θαμπός, πού δέν ξεχωρίζει σέ τίποτα (о человеке, внешности). -
14 неяркий
неяркийприл ἀλαμπής, σκοτεινός, θαμπός:\неяркий свет τό ἀμυδρό[ν] φῶς· \неяркий свет луны τό θαμπό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. -
15 потускнелый
потускне||лыйприл θαμπός, θολωμένος, σβυστός. -
16 туманный.
туманн||ый.прил1. νεφελώδης, ὁμιχλώδης:\туманный.ый день ὁμιχλώδης μέρα·2. (тусклый'г-о взоре) θολός, θαμπός·3. (неясный) ἀόριστος, ἀσαφής, σκοτεινός:\туманный.ые речи τά ἀόριστα λογία· \туманный.ый смысл ἡ σκοτεινή Εννοια. -
17 матовый
[μάταβυϊ] εκ. ματ, θαμπός -
18 неяркий
[νιγιάρκιϊ] επ. θαμπός -
19 тусклый
[τούσκλυΐ] εκ. θαμπός -
20 матовый
[μάταβυϊ] επ ματ, θαμπός
См. также в других словарях:
θάμπος — θάμπος, το και θάμβος, το 1. η συσκότιση της όρασης από άπλετο ή ξαφνικό φως, το θάμπωμα. 2. μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη, σάστισμα. 3. φόβος από τη θέα καταπληκτικού πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… … Dictionary of Greek
θάμπος — το το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος] … Dictionary of Greek
θαμπός — ή, ό επίρρ. ά 1. θολός: Θαμπό τζάμι. 2. αυτός που δε διακρίνεται καλά: Θαμπή φωτογραφία. 3. αμυδρός: Θαμπό φως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπίζω — [θαμπός] 1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω 2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω 3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο) … Dictionary of Greek
θαμπαίνω — [θαμπός] θαμπώνω … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… … Dictionary of Greek
θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek