-
21 неяркий
[νιγιάρκιϊ] επ θαμπός -
22 тусклый
[τούσκλυϊ] επ θαμπός -
23 бледный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. χλωμός, ωχρός, κίτρινος.2. μουντός, θαμπός, αμυδρός, μουχρός•-ая луна μουντό φεγγάρι.
3. μτφ. που δεν έχει εκφραστικότητα, πενιχρός. -
24 блекнуть
-ну, -нешь• παρλθ. χρ. блек, -ла, -ло, ρ.δ.1. μαραίνομαι, μαραγκιάζω.2. ξεθωριάζω• μουχραίνω, γίνομαι θαμπός, μουντός. -
25 завуалированный
επ.ατίο μτχ. θαμπός, ασαφής, καλυμμένος, σκεπασμένος. -
26 замутить
-учу, -утишьρ.σ.μ.1. θολώνω•замутить воду θολώνω το νερό.
2. μτφ. συγχύζω, ταράσσω, ανησυχώ.3. αρχίζω να θολώνω.εκφρ.он и воды не -ит – αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (είναι τελείως άκακος).1. θολώνω•вода -лась το νερό θόλωσε.
|| θαμπώνω, γίνομαι θαμπός.2. παλ. στασιάζω.3. αρχίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός.εκφρ.в глазах -лось – θόλωσαν (θάμπωσαν) τα μάτια. -
27 матовый
επ.ρικνός, θαμπός, ματ. || (για πρόσωπο)• μουντός. -
28 мглистый
επ., βρ: мглист, -а, -оομιχλώδης, θαμπός. -
29 мерклый
επ. (απλ.) μουντός, θαμπός. -
30 мреть
мретρ.δ. (απλ.)1. θαμποφαίνομαι, μόλις διακρίνομαι (στο βάθος, στην ομίχλη).2. είμαι, γίνομαι θαμπός, μουντός. -
31 мутность
-и θ.θολότητα, θολούρα, θάμπος, θαμπομάρα. -
32 мутный
επ., βρ: • мутныйτθΗ-тна, -тно.1. θολός, θολωμένος θαμπός, θαμπωμένος•-ая вода θολό νερό•
-ое стекло θαμπό γυαλί•
-ые глаза θαμπά μάτια.
2. μτφ. συγχυσμένος, ζαλισμένος, (συ)σκοτισμένος, σκοτουριασμένος. -
33 муть
-и θ.1. κατακάθια, υποστάθμη.2. μτφ. θολότητα, καταχνιά, θάμπος.3. μτφ. θόλωση, συσκότιση. -
34 неверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. άπιστος•неверный друг άπιστος φίλος•
неверный муж άπιστος σύζυγος.
|| ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•-рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.
2. παλ. δύσπιστος•неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.
3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•
-ая мысль λαθεμένη, σκέψη.
|| ψεύτικος, μη σωστός•неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.
|| απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.
4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•-ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..
5. ασταθής•-ые шаги ασταθή βήματα.
6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•-ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).
|| ευμετάβλητος, μη σταθερός.7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.8. ως ουσ. άπιστος•идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.
εκφρ.фома неверный – άπιστος Θωμάς. -
35 неживой
επ.1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.
2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.
4. μτφ. θαμπός, μουντός•неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.
-
36 неяркий
επ., βρ: -рок, -рка, -рко(κυρλξ. κ. μτφ.) αλαμπής, αμαυρός, θαμπός, μουντός, μουχρός, αμυδρός• ωχρός, άτονος, ισχνός•свет луны το ωχρό φως του φεγγαριού•
-ые звзды αλαμπή αστέρια.
-
37 оловянный
επ.κασσιτέρινος, καλάινος. || μτφ. (για μάτια, βλέμμα)• άτονος, ξέψυχος, θαμπός. -
38 подслеповатый
επ. βρ: -ват, -а, -оαμβλυ-ωπός• κοντόφθαλμος, μύωπας. || μτφ. θαμπός•-ое окно θαμπό παράθυρο.
-
39 потускнелый
επ.θαμπός, μουντός, θολός. -
40 смазать
ρ.σ.μ.1. αλείφω λιπαίνω.2. εξαλείφω, απαλείφω (μπογιά, μελάνη).(για φωτογραφία) βγάζω μουντή.3. μτφ. χαλνώ, βλάπτω, μουντζουρώνω.4. παλ. μπατσιζω, χαστουκίζω, ραπιζω, κολαφιζω,1. αλείφομαι•смазать вазелином αλείφομαι με βαζελίνη.
2. εξαλείφομαι, αποχρωματίζομαι.3. μτφ. γίνομαι μουντός, θαμπός, ασαφής• χαλνώ.
См. также в других словарях:
θάμπος — θάμπος, το και θάμβος, το 1. η συσκότιση της όρασης από άπλετο ή ξαφνικό φως, το θάμπωμα. 2. μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη, σάστισμα. 3. φόβος από τη θέα καταπληκτικού πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… … Dictionary of Greek
θάμπος — το το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος] … Dictionary of Greek
θαμπός — ή, ό επίρρ. ά 1. θολός: Θαμπό τζάμι. 2. αυτός που δε διακρίνεται καλά: Θαμπή φωτογραφία. 3. αμυδρός: Θαμπό φως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπίζω — [θαμπός] 1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω 2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω 3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο) … Dictionary of Greek
θαμπαίνω — [θαμπός] θαμπώνω … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… … Dictionary of Greek
θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek