Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+τρύπα

  • 61 отверстие

    [*][ατβιέρσαιε} ουσ ο τρύπα, άνοιγμα

    Русско-эллинский словарь > отверстие

  • 62 пробивать

    [πραμπιβάτ'] ρ ανοίγω τρύπα, διατρυπώ, ανοίγω

    Русско-эллинский словарь > пробивать

  • 63 пробоина

    [πραμπόινα] ουσ θ τρύπα, οπή, ρήγμα

    Русско-эллинский словарь > пробоина

  • 64 прорубать

    [πραρουμπάτ'] ρ ανοίγω τρύπα

    Русско-эллинский словарь > прорубать

  • 65 прорубь

    [πρόρουμπ'] ουσ θ η τρύπα σε παγωμένο ποτάμι ή λίμνη

    Русско-эллинский словарь > прорубь

  • 66 растачивать

    [ραστάτσιβατ'] ρ λειαίνω τρύπα

    Русско-эллинский словарь > растачивать

  • 67 скважина

    [σκβάζυνα] ουσ θ τρύπα

    Русско-эллинский словарь > скважина

  • 68 барабанщик

    α.
    τυμπανοκρούστης, τυμπανιστής.
    εκφρ.
    оставной козы барабанщик – η τελευταία τρύπα της φλογέρας (ασήμαντος).

    Большой русско-греческий словарь > барабанщик

  • 69 вилы

    вил πλθ.,
    βλ. вилка (2 σημ.)
    εκφρ.
    -ами на (ή по)воде писано – μια τρύπα στο νερό (άδικος κόπος).

    Большой русско-греческий словарь > вилы

  • 70 ворон

    α.
    κόρακας, -άκι.
    εκφρ.
    куда ворон костей не занесет – στου διαβόλου την τρύπα ή τη μάνα (πολύ μακριά και απόκρυφα).

    Большой русско-греческий словарь > ворон

  • 71 вылаз

    α. (απλ.) τρύπα, οπή διαφυγής, περάσματος.

    Большой русско-греческий словарь > вылаз

  • 72 гнездо

    -а, πλθ. гнезда ουδ.
    1. φωλιά•

    свить гнездо πλέκω τη φωλιά.

    || γιατάκι, κοίτη, κλίνη. || (για ζώα) τρώγλη, τρύπα, μονιά, κοιμηθιά. || διαμονητήριο, διαμονή•

    дворянское гнездо διαμονητήριο των ευγενών.

    || κρησφύγετο, κρυψώνας•

    воровское гнездо κρησφύγετο των κλεφτών.

    2. οικογένεια ζώων, πτηνών•

    волчье гнездо λυκοφωλιά.

    3. πληθώρα, σωρεία, στιβάδα.
    (γλωσ.) συγγενική ενότητα λέξεων, συγγενικές λέξεις.
    4. κοτύλη, κοιλότητα, εσοχή, υποδοχή.
    5. (γεωπ.) φωλιά, είδος σποράς.
    εκφρ.
    пулеметное – φωλιά πολυβόλου (πολυβολείο).

    Большой русско-греческий словарь > гнездо

  • 73 долбить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•

    -блю стену σκάβω τον τοίχο•

    долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•

    дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•

    капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•

    улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).

    2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.
    3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.
    4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•
    σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > долбить

  • 74 драть

    деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.

    || τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.
    2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•

    драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.

    || εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•

    драть зубы βγάζω τα δόντια.

    3. κατασπαράζω, θανατώνω.
    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•

    драть розгами χτυπώ με τη βέργα.

    || τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•

    драть волосы τραβώ τα μαλλιά•

    драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.

    5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.
    6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.
    7. τραβώ, προκαλώ πόνο•

    бритва -т το ξυράφι τραβάει.

    8. ερεθίζω, καίω•

    горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•

    перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.

    || μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•

    эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.

    9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•

    драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.

    εκφρ.
    драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•
    драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.
    1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.
    2. μάχομαι, πολεμώ•

    драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.

    || αγωνίζομαι• 'παλεύω•

    драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.

    || χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•

    драть на шпагах ξιφομαχώ.

    Большой русско-греческий словарь > драть

  • 75 дырка

    θ.
    τρυπίτσα, τρυπούλα, μικρή οπή τρύπα, οπή.

    Большой русско-греческий словарь > дырка

  • 76 заделать

    ρ.σ.μ. κλείνω, βουλώνω, στουπώνω, επιστομώνω•

    заделать щели βουλώνω τις χαραμάδες•

    заделать дыру βουλώνω την τρύπα.

    || φράζω, κλείνω•

    заделать дверь каменной кладкой κλείνω την πόρτα με πέτρινο τοίχο.

    || συσκευάζω•

    -ящик συσκευάζω κιβώτιο.

    εκφρ.
    заделать семена – σπέρνω, σκεπάζω τους σπόρους.
    (διαλκ.) γίνομαι, καθίσταμαι•

    заделать машинистом γίνομαι μηχανοδηγός.

    Большой русско-греческий словарь > заделать

  • 77 залепить

    -леплю, -леплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βουλώνω, κλείνω•

    залепить дыру воском βουλώνω την τρύπα με κερί.

    || κολλώ.
    2. σκεπάζω, προσκολλώ.
    3. χτυπώ, καταφέρω χτύπημα•

    залепить пощечину δίνω μπάτσο.

    (απλ.) βάζω, δίνω• κολλώ•

    ученику двойку βάζω (σχολικό, βαθμό) δυάρι στο μαθητή.

    Большой русско-греческий словарь > залепить

  • 78 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 79 зев

    κ. (απλ.) зв
    α.
    1. φάρυγγας.
    2. στόμα. || μτφ. στόμιο, οπή, τρύπα.

    Большой русско-греческий словарь > зев

  • 80 лаз

    α., -ка, -и θ.
    Λαζός, -ή.
    α.
    οπή, τρύπα• άνοιγμα.

    Большой русско-греческий словарь > лаз

См. также в других словарях:

  • τρύπα — τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc/acc dual τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore pres imperat act 2nd sg τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… …   Dictionary of Greek

  • τρύπα — η 1. μικρό άνοιγμα, οπή. 2. μτφ., φωλιά ζώου, τρώγλη: Η τρύπα της αλεπούς. 3. μτφ., ο πρωκτός. 4. μικρό δωμάτιο ή μικρό κατάστημα: Νοίκιασε μια τρύπα και πουλάει σπόρια. 5. περιφραγμένος χώρος, όπου οι κτηνοτρόφοι φυλάγουν τα μικρά αρνιά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπᾷ — τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj mp 2nd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind mp 2nd sg (epic) τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj act 3rd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζοντος, τρύπα — Βλ. λ. στρατόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • τρύπας — τρύπᾱς , τρύπη hole fem acc pl τρύπᾱς , τρύπη hole fem gen sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱς , τρυπάω bore imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • τρύπαν — τρύπᾱν , τρύπη hole fem acc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»