-
21 окно
1. (отверстие) το άνοιγμα, η θυρίδα, η οπή, η τρύπα 2. (застеклённая рама, закрывающая отверстие в стене для света и воздуха) το παράθυροвенецианское - βενετσιάνικο/ενετικό (ζωγραφιστό) -глухое - τυφλό -, το ψευδοπαράθυροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окно
-
22 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
23 пробивка
1. (образование отверстий в заготовке) η διατρύπηση 2. (отверстие на перфокарте) вчт. η τρύπα (από τον διάτρητη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробивка
-
24 пробоина
το ρήγμα (του σκάφους ως αποτέλεσμα της κρούσης), το άνοιγμα, η τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробоина
-
25 растачивать
тех. τορνίρω, διευρύνω/ανοίγω οπή/τρύπα (με τόρνο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растачивать
-
26 трап
I. 1. (лестница) η κλίμακαη σκάλα (ξεν.)надувной - ав. φουσκωτή -- κινδύνουпосадочный ав. - επιβίβασης2. (газонефтяной сепаратор) ο διαχωριστής αερίου από το πετρέλαιο. II.(отверстие в полу для стока воды и отвода ее в канализацию) η οπή, η τρύπα, разг. το σιφώνι, το «ποτηράκι»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап
-
27 чёрный
μαύρ/ος- ая дыра (астр.физ.) η μαύρη τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чёрный
-
28 входной
входн||о́йприл τής είσόδου:\входнойая плата τιμή είσιτηρίου, τιμή είσόδου· \входной билет τό είσιτήριο· \входнойое отверстие ἡ ὀπή, ἡ τρύπα, τό στόμιο. -
29 дрель
дрельж тех. τό τρυπάνι, τό τρύπα-νον. -
30 дырявить
дыряв||итьнесов κάνω τρύπα[ν], τρυ-πῶ. -
31 жар
жарм1. (жара, зной) ἡ θερμότη-τα [-ης], ἡ ζέστη, ἡ κάψα:\жар спал ἐπεσε ἡ ζέστη·2. (повышенная температура) ἡ θέρμη, ὁ πυρετός; больной в \жару́ ὁ ἀσθενής ἔχει πυρετό· его́ бросило в \жар от этих слов перен ἄναψε ὁλόκληρος μόλις ἀκουσε αὐτές τίς κουβέντες·3. перен (рвение, пыл) ὁ ζήλος, ἡ ζέση [-ις], ἡ θέρμη:с \жаром μέ ζήλο, μέ θέρμη· взяться за что-л. с \жаром ἀρχίζω μιά δουλειά μέ ζήλο·4. (горячие угли) разг ἡ ἀνθρακιά, ἡ χόβολη· ◊ поддать \жару разг (возбудить энергию) ξεσηκώνω· задать кому́-л. \жару (дать нагоняй) βάζω κατσάδα· как \жар горит λαμπει σάν φωτιά· чужими руками \жар загребать погов. βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα. -
32 заделать
заделатьсов, заделывать несов φράσσω, φράττω / κλείνω, βουλώνω, στουμπώνω (затыкать):\заделать дверь φράζω τήν πόρτα· \заделать течь мор. βουλώνω (или στουμπώνω) τήν τρύπα. -
33 игольный
игол||ьныйприл τής βελόνης, τοῦ βελονιοῦ:\игольныйьное ушко́ ἡ τρύπα τοῦ βελονιοῦ. -
34 конура
конураж1. τό σπιτάκι γιά σκύλο·2. перен ἡ τρώγλη, ἡ τρύπα, τό παληόσπιτο. -
35 лазейка
лазейкаж1. ἡ σχισμή, ἡ χαραμάδα, τό ἀνοιγμα·2. перен ἡ διέξοδος, ἡ τρύπα. -
36 луза
лузаж (на бильярде) ἡ τρύπα τοῦ μπιλιάρδου. -
37 нора
нораж ἡ φωλιά, ἡ τρύπα / перен ἡ τρώγλη:ли́сья \нора ἡ ἀλεποφωλιά· мышиная \нора ἡ ποντικότρυπα, ἡ ποντικοφωλιά. -
38 очко
очкос1. (в играх, спорте) ὁ πόντος, ὁ βαθμός·2. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι·3. (отверстие) ἡ τρύπα, ἡ ὀπή, τό μάτι / мор. ὁ κρίκος τής ἄγκυρας. -
39 пробивать
пробиватьнесов (делать отверстие) τρυπώ, ἀνοίγω τρύπα/ διατρυπώ, διαπερώ (пробойником, компостером):\пробивать окно́ (дверь) в стене́ ἀνοίγω παράθυρο (πόρτα) στον τοίχο· ◊ \пробивать брешь в чем-л. ἀνοίγω ρήγμα· \пробивать себе дорогу ἀνοίγω δρόμο. -
40 провертывать
провертыватьнесов1. (отверстие) ἀνοίγω τρύπα, διατρυπώ·2. (через мясорубку) περνώ ἀπό τήν κρεατομηχανή.
См. также в других словарях:
τρύπα — τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc/acc dual τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore pres imperat act 2nd sg τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… … Dictionary of Greek
τρύπα — η 1. μικρό άνοιγμα, οπή. 2. μτφ., φωλιά ζώου, τρώγλη: Η τρύπα της αλεπούς. 3. μτφ., ο πρωκτός. 4. μικρό δωμάτιο ή μικρό κατάστημα: Νοίκιασε μια τρύπα και πουλάει σπόρια. 5. περιφραγμένος χώρος, όπου οι κτηνοτρόφοι φυλάγουν τα μικρά αρνιά και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπᾷ — τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj mp 2nd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind mp 2nd sg (epic) τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj act 3rd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζοντος, τρύπα — Βλ. λ. στρατόσφαιρα … Dictionary of Greek
τρύπας — τρύπᾱς , τρύπη hole fem acc pl τρύπᾱς , τρύπη hole fem gen sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱς , τρυπάω bore imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς … Dictionary of Greek
μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς … Dictionary of Greek
τρύπαν — τρύπᾱν , τρύπη hole fem acc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα … Dictionary of Greek