-
61 подхалимский
επ.κολακευτικός, γαλίφικος•подхалимский поступок κολακευτική συμπεριφορά.
-
62 позволить
-лю, -лишь ρ.σ.1. επιτρέπω, δινω άδεια•я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει•
никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κανένα.
2. (1ο и 2ο πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα•здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω.
3. προστκ. позволь(те) мне (για αντίρρηση, διαφων ία κ.τ.τ.)επιτρέψτε μου.εκφρ.позволить себе – α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά), β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι). -
63 политичный
επ.πολιτικός, λεπτού τρόπου•-ое обращение συμπεριφορά με λεπτό τρόπο, με τακτ.
-
64 поступок
-пка α. πράξη, ενέργεια•самоотверженный поступок ριψοκίνδυνη πράξη•
благородный поступок ευγενική πράξη•
подлый поступок πρόστυχη πράξη.
|| διαγωγή, συμπεριφορά -
65 потакание
-я ουδ.επιεικής συμπεριφορά ή ένδοση. -
66 потатчик
-а α.-ца -ы θ.επιεικής, ήπιος (στην κρίση ή συμπεριφορά). -
67 пренебрежительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноπεριφρονητικός•пренебрежительный тон περιφρονητικός τόνος•
-ое отношение περιφρονητική σχέση ή συμπεριφορά.
-
68 проступок
-пка α. παρεκτροπή, άπρεπεια, ανάρμοστη συμπεριφορά• παράπτωμα. -
69 развратить
-вращу, -вратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развращённый, βρ: развратить щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. διαφθείρω. || διακορεύω.2. εκφυλίζω.3. παραχαϊδεύω, χαλνώ με την ήπια συμπεριφορά4. εκτρέπω.1. διαφθείρομαι.2. εκφυλίζομαι, εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι σε ανηθικότητες.3. είμαι παραχαϊδεμένος, κακοαναθρεμμένος. -
70 разумный
επ., βρ: -мен, -мна, -мко.1. νοήμονας•человек существо -ое ο άνθρωπος είναι νοήμονο ον.
2. συνετός, σώφρονας, λογικός• μυαλομένος• φρόνιμος•-ые слова μυαλο-μένα λόγια•
разумный поступок συνετή πράξη ή συμπεριφορά•
-ые развлечения φρόνιμες διασκεδάσεις•
-ое основание λογική βάση.
-
71 ребячество
-а ουδ.1. παλ. η παιδική ηλικία.2. παιδιαρίσματα, παιδικοί τρόποι, η παιδική συμπεριφορά. -
72 солдафонский
επ.του καραβάνα, σακαράκι-κος•-ое поведение σακαράκικη συμπεριφορά.
-
73 солдафонство
-а ουδ.διαγωγή, συμπεριφορά καραβάνα, σακαράκικη. -
74 утончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утонченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. λεπτύνω, λιανεύω•сильно утончить λεπτύνω πολύ•
утончить нитку λεπτύνω την κλωστή•
утончить кожу λεπτύνω το δέρμα.
2. μτφ. λεπτύνω στους τρόπους, στη συμπεριφορά.(κυρλξ. κ. μτφ.) λεπτύνομαι. -
75 ухаживание
-я ουδ.1. περιποίηση, φροντίδα, επιμέλεια.2. εξυπηρέτηση, φιλόφρονη συμπεριφορά.3. καλοπάρσιμο, καλοπιάσιμο, κο-πλιμέντο, καλοκοίταγμα (για επιτυχία επιδιωκόμενου). -
76 ухарство
-а ουδ.παλικαριά, συμπεριφορά παλικαρίσια, λεβέντικη. || αντρεία, γενναιότητα. -
77 фамильярничание
-я ουδ. η συμπεριφορά με οικειότητα. -
78 фасон
-а α.1. είδος, μορφή, όψη• ύφος. || κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υποδήματα)•снять фасон βγάζω σχέδιο, αχνάρι.
2. τρόπος, συμπεριφορά.3. ακκισμοί, καμώματα, τσακίσματα, τσιριμόνιες. || επινόηση, τέχνασμα.εκφρ.не фасон – (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει•держать фасон – βλ. фасонить. -
79 хамство
-а ουδ.1. παλ. αυθάδεια, θρασύτητα, χοντροκοπιά, ανάγωγη συμπεριφορά.2. αθρσ. ο λαοτζίκος, οι κατώτεροι κοινωνικά άνθρωποι. -
80 холуйский
επ. παλ. • του λακέ•-ое поведение συμπεριφορά λακέ.
|| μτφ. δουλοπρεπής.
См. также в других словарях:
συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek