-
41 мальчишество
-а ουδ.παιδική συμπεριφορά. || μτφ. παιδική αφέλεια. -
42 манера
-ы θ.1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•
резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•
у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.
|| συνήθεια•у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.
2. ύφος, στυλ•манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•
переменить -у αλλάζω το στυλ.
3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•
непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•
скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•
странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.
εκφρ.всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά. -
43 неблаговоспитанный
επ., βρ: -тан, -танна, -танноανάγωγος, αδιαπαιδαγώγητος, κακοαναθρεμμένος•неблаговоспитанный человек αδιαπαιδαγώγητος άνθρωπος•
неблаговоспитанный поступок ανάγωγη συμπεριφορά.
-
44 неблагородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. αγενής•неблагородный поступок αγενής συμπεριφορά.
2. παλ μη ευγενούς καταγωγής.εκφρ.- ые металлы – αγενή μέταλλα (χαλκός, σίδερο, μόλυβδος κ. άλ). -
45 невежественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о; αμόρφωτος, αγράμματος, αστοιχείωτος, αμαθής. || ανίδεος, ανήξερος, αδαής. || του αγράμματου, του αμόρφωτου•-ое отношение συμπεριφορά αμόρφωτου•
-ое суждение κρίση αγράμματου.
-
46 невежество
-а ουδ.1. αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη.2. συμπεριφορά απρεπής, ανάρμοστη. -
47 невменяемый
επ., βρ: -яем, -а, -оανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος ακαταλόγιστος,παράφορος•он был -яем от гнева αυτός δεν ήξερε τι έκανε από το θυμό του•
он стал со-всм -яем αυτός έγινε έξαλλος•
невменяемый поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά.
-
48 невнимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. απράσεχτος•невнимательный ученик απρόσεχτος μαθητής.
2. πλαδαρός, απλανής, (απο)|χαυνωμένος• αμέριμνος•-ые глаза αποχαυνωμένα μάτια.
|| αδιάφορος, αμελής τσαπατσούλικος•-ая работа απρόσεχτη εργασία.
3. αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος•-ая хозяйка μη περιποιητική νοικοκυρά•
-ое обращение χλιαρή συμπεριφορά.
-
49 невозможно
επίρ.με σημ. κατηγ. ανυπόφορα, αφόρητα•он ведт себ|й невозможно η συμπεριφορά του είναι ανυπόφορη ή αυτός είναι ανυπόφορος.
|| είναι αδύνατον, δεν υπάρχει δυνατότητα•невозможно сделать это είναι αδύνατο να γίνει αυτό.
|| πάρα πολύ. -
50 недопустимый
επ., βρ: -тим, -а, -оανεπίτρεπτος, απαγορευόμενος, απαράδεκτος•-ое поведение απαράδεκτη συμπεριφορά•
недопустимый поступок απαράδεκτη πράξη•
это -о αυτό είναι απαράδεκτο.
-
51 недостойный
επ., βρ: -стоия, -стоина, -оανάξιος•он -стоин этой чести αυτός είναι ανάξιος για τέτοια τιμή•
недостойный внимания ανάξιος προσοχής.
|| απρεπής, ανάρμοστος•-ое поведение ανάρμοστη συμπεριφορά•
недостойный поступок ανάρμοστη πράξη.
-
52 некультурность
-и θ.χαμηλό επίπεδο πολιτισμού ή έλλειψη πολιτισμού το απολίτιστον•некультурность поведения απολίτιστη συμπεριφορά.
-
53 неполитичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαπολίτιστος•неполитичный человек απολίτιστος άνθρωπος•
-ое обращение απολίτιστη συμπεριφορά.
-
54 обхождение
я ουδ. συμπεριφορά, /τρόπος συμπεριφοράς. -
55 осудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.1. καταδικάζω•осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•
заочно осудить καταδικάζω ερήμην.
2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.
3. προκαθορίζω•рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.
εκφρ.не -и – παλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ. -
56 партизанщина
-ы θ.αντάρτικη (αυθαίρετη) συμπεριφορά ή ενέργεια. -
57 педагогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; παιδαγωγικός, κατά τους παιδαγωγικούς κανόνες•педагогичный поступок παιδαγωγική συμπεριφορά.
-
58 плебейство
-а ουδ.1. αθρσ. οι πληβείοι.2. πληβεία καταγωγή.3. χυδαία συμπεριφορά. -
59 поведение
-я ουδ.διαγωγή, συμπεριφορά φέρσιμο. -
60 подличанье
-я ουδ.συμπεριφορά άσχημη, αισχρή, πρόστυχη.
См. также в других словарях:
συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek