Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+συμπεριφορά

  • 41 мальчишество

    ουδ.
    παιδική συμπεριφορά. || μτφ. παιδική αφέλεια.

    Большой русско-греческий словарь > мальчишество

  • 42 манера

    θ.
    1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•

    манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•

    резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•

    у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.

    || συνήθεια•

    у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.

    2. ύφος, στυλ•

    манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•

    переменить -у αλλάζω το στυλ.

    3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•

    вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•

    непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•

    скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•

    странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.

    εκφρ.
    всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > манера

  • 43 неблаговоспитанный

    επ., βρ: -тан, -танна, -танно
    ανάγωγος, αδιαπαιδαγώγητος, κακοαναθρεμμένος•

    неблаговоспитанный человек αδιαπαιδαγώγητος άνθρωπος•

    неблаговоспитанный поступок ανάγωγη συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > неблаговоспитанный

  • 44 неблагородный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. αγενής•

    неблагородный поступок αγενής συμπεριφορά.

    2. παλ μη ευγενούς καταγωγής.
    εκφρ.
    - ые металлы – αγενή μέταλλα (χαλκός, σίδερο, μόλυβδος κ. άλ).

    Большой русско-греческий словарь > неблагородный

  • 45 невежественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о; αμόρφωτος, αγράμματος, αστοιχείωτος, αμαθής. || ανίδεος, ανήξερος, αδαής. || του αγράμματου, του αμόρφωτου•

    -ое отношение συμπεριφορά αμόρφωτου•

    -ое суждение κρίση αγράμματου.

    Большой русско-греческий словарь > невежественный

  • 46 невежество

    ουδ.
    1. αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη.
    2. συμπεριφορά απρεπής, ανάρμοστη.

    Большой русско-греческий словарь > невежество

  • 47 невменяемый

    επ., βρ: -яем, -а, -о
    ανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος ακαταλόγιστος,παράφορος•

    он был -яем от гнева αυτός δεν ήξερε τι έκανε από το θυμό του•

    он стал со-всм -яем αυτός έγινε έξαλλος•

    невменяемый поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > невменяемый

  • 48 невнимательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. απράσεχτος•

    невнимательный ученик απρόσεχτος μαθητής.

    2. πλαδαρός, απλανής, (απο)|χαυνωμένος• αμέριμνος•

    -ые глаза αποχαυνωμένα μάτια.

    || αδιάφορος, αμελής τσαπατσούλικος•

    -ая работа απρόσεχτη εργασία.

    3. αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος•

    -ая хозяйка μη περιποιητική νοικοκυρά•

    -ое обращение χλιαρή συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > невнимательный

  • 49 невозможно

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. ανυπόφορα, αφόρητα•

    он ведт себ|й невозможно η συμπεριφορά του είναι ανυπόφορη ή αυτός είναι ανυπόφορος.

    || είναι αδύνατον, δεν υπάρχει δυνατότητα•

    невозможно сделать это είναι αδύνατο να γίνει αυτό.

    || πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невозможно

  • 50 недопустимый

    επ., βρ: -тим, -а, -о
    ανεπίτρεπτος, απαγορευόμενος, απαράδεκτος•

    -ое поведение απαράδεκτη συμπεριφορά•

    недопустимый поступок απαράδεκτη πράξη•

    это -о αυτό είναι απαράδεκτο.

    Большой русско-греческий словарь > недопустимый

  • 51 недостойный

    επ., βρ: -стоия, -стоина, -о
    ανάξιος•

    он -стоин этой чести αυτός είναι ανάξιος για τέτοια τιμή•

    недостойный внимания ανάξιος προσοχής.

    || απρεπής, ανάρμοστος•

    -ое поведение ανάρμοστη συμπεριφορά•

    недостойный поступок ανάρμοστη πράξη.

    Большой русско-греческий словарь > недостойный

  • 52 некультурность

    θ.
    χαμηλό επίπεδο πολιτισμού ή έλλειψη πολιτισμού το απολίτιστον•

    некультурность поведения απολίτιστη συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > некультурность

  • 53 неполитичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    απολίτιστος•

    неполитичный человек απολίτιστος άνθρωπος•

    -ое обращение απολίτιστη συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > неполитичный

  • 54 обхождение

    я ουδ. συμπεριφορά, /τρόπος συμπεριφοράς.

    Большой русско-греческий словарь > обхождение

  • 55 осудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. καταδικάζω•

    осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•

    заочно осудить καταδικάζω ερήμην.

    2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•

    все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.

    3. προκαθορίζω•

    рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.

    εκφρ.
    не -иπαλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ.

    Большой русско-греческий словарь > осудить

  • 56 партизанщина

    θ.
    αντάρτικη (αυθαίρετη) συμπεριφορά ή ενέργεια.

    Большой русско-греческий словарь > партизанщина

  • 57 педагогичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно; παιδαγωγικός, κατά τους παιδαγωγικούς κανόνες•

    педагогичный поступок παιδαγωγική συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > педагогичный

  • 58 плебейство

    ουδ.
    1. αθρσ. οι πληβείοι.
    2. πληβεία καταγωγή.
    3. χυδαία συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > плебейство

  • 59 поведение

    ουδ.
    διαγωγή, συμπεριφορά φέρσιμο.

    Большой русско-греческий словарь > поведение

  • 60 подличанье

    ουδ.
    συμπεριφορά άσχημη, αισχρή, πρόστυχη.

    Большой русско-греческий словарь > подличанье

См. также в других словарях:

  • συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»