-
21 поведение
поведениес ἡ διαγωγή, τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά. -
22 ухватка
ухватк||аж разг1. (ловкость, сноровка) ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ πείρα:у него́ в работе нет \ухваткаи δέν 8χα πείρα τής δουλειᾶς·2. (манеры.) οἱ τρόποι, τό ὑφος, ἡ συμπεριφορά. -
23 человечный
человеч||ныйприл ἀνθρωπινός, φιλάνθρωπος:\человечныйное отношение ἡ ἀνθρωπινή συμπεριφορά. -
24 манера
[μανιέρα] ουσ. θ. τρόπος συμπεριφορά, ύφος, στυλ -
25 обхождение
[απχαζντιένιιε] ουσ. ο. συμπεριφορά -
26 манера
[μανιέρα] ουσ θ τρόπος συμπεριφορά, ύφος, στυλ -
27 обхождение
[απχαζντιένιιε] ουσ ο συμπεριφορά -
28 балаганщина
-ы θ.(απλ.) καραγκιοζλίκι, χοντρό αστείο, γελοία συμπεριφορά. -
29 вызывающий
επ. από μτχ.προκλητικός, προβοκατόρικος•вызывающий вид προκλητικό ύφος•
-ее поведение προκλητική συμπεριφορά•
-ие поступки προκλητικές πράξεις.
-
30 выходка
-и θ.1. συμπεριφορά ανάγωγη, κακή διαγωγή, αγενής, ανάρμοστη πράξη, ενέργεια.2. (για χορό) προβολή του ποδιού, ξεκίνημα, έναρξη. -
31 гладить
-жу, -дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. глаженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.δ.1. σιδερώνω (ρούχα).2. χαϊδεύω, θωπεύω.εκφρ.гладить против шерсти – πηγαίνω αντίθετα, κόντρα•гладить по головке – επαινώ, εγκρίνω άσχημη συμπεριφορά, πράξεις.σιδερώνομαι. -
32 глупый
επ., βρ: глуп, -а, -оκουτός, ανόητος, μωρός•-ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•
-ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•
-ая книга αχαμνό βιβλίο.
-
33 грехопадение
-я ουδ.αμάρτημα προς το θεό• προπατορικό αμάρτημα. || κακή κοινωνική συμπεριφορά. -
34 грубиянство
-а ουδ.συμπεριφορά ανάγωγη, άσχημη, αγενής. -
35 грубость
-и θ.χοντροκοπιά, απειροκαλία. || τραχύτητα, αδρότητα. || κακή, άσχημη συμπεριφορά. || λέξη άσχημη, άσεμνη. -
36 грубый
επ., βρ: груб, -а, -о.1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•-ая мебель χοντροειδές έπιπλο•
-ая работа χοντροδουλειά•
-ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.
2. τραχύς, άγαρμπος•грубый голос άγαρμπη φωνή.
3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•грубый человек αγροίκος άνθρωπος•
-ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.
4. μεγάλος, χοντρός•-ая ошибка χοντρό λάθος•
-ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•
-ая ложь χοντρό ψέμα.
-
37 замашка
-
38 квалифицировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. квалифицированный, βρ: вал, -а, -о ρ.δ.κ.σ.μ.1. χαρακτηρίζω•как квалифицировать подобный поступок? πώς να τη χαρακτηρίσω τέτοια συμπεριφορά;•
квалифицировать преступление χαρακτηρίζω έγκλημα.
2. καθορίζω ειδικότητα. || κατατάσσω σε κατηγορία.1. χαρακτηρίζομαι.2. εικεύομαι. || κατατάσσομαι σε κατηγορίες. -
39 коварство
-а ουδ.1. υπουλότητα, δολιδτητα.2. δόλια σκέψη ή συμπεριφορά. -
40 любезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•-ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•
любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•
любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.
2. αγαπητός• αγαπημένος•любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•
любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•
слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•
-ые слова φιλοφρονητικά λόγια.
3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.εκφρ.будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση.
См. также в других словарях:
συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek