-
61 добор
-а α.μάζευμα, συλλογή, συγκομιδή, συγκέντρωση ως το τέλος. || πρόσληψη πλήρης. -
62 добрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. добрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о ρ.σ.μ.1. απομα-ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση•добрать ягоды αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς.
2. παίρνω, προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω.3. (τυπγρ.) τελειώνω τη στοιχειοθέτηση. -
63 жатва
-ы θ.1. θέρος, θέρισμα, θερισμός. || η εποχή του θερισμού.2. παλ. ώριμοι δημητριακοί καρποί.3. συγκομιδή, σοδειά. -
64 комбайнирование
-я ουδ.συγκομιδή μεκομπάιν. -
65 комбайновый
επ. της κομπάιν•комбайновый завод εργοστάσιο κατασκευής κομπάιν.
|| με κομπάιν•-ая уборка зерновых συγκομιδή δημητριακών με κομπάιν•
-ая добыча угля εξόρυξη πετροκάρβουνου με κομπάιν.
-
66 олива
-ы θ.ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•дикая олива η αγριελιά•
уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•
сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.
-
67 отходник
-а α. παλ.αγρότης που φεύγει για ανεύρεση εργασίας (κατά τη συγκομιδή). -
68 отхожий
επ: отхожий промысел παλ. εργασία χωρικών κατά τη συγκομιδή σε άλλα χωριά•- ее место (απλ.) αποχωρητήριο, απόπατος.
-
69 послеуборочный
επ. ο μετά τη συγκομιδή. -
70 провести
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.1. μ. περνώ, οδηγώ•провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.
2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.
3. μ• χαράσσω, τραβώ•провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.
4. εγκατασταίνω•провести телефон περνώ τηλέφωνο.
|| κατασκευάζω, φτιάχνω•провести канал φτιάχνω διώρυγα.
5. μ. προβάλλω, προτείνω•провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.
|| κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•провести предложение περνώ την πρόταση.
6. καταχωρώ, εγγράφω.7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•
провести репетицию κάνω πρόβα.
8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.
|| περνώ•весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.
9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.εκφρ.провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια. -
71 сбирание
-я ουδ.συγκέντρωση, μάζεμα της σοδειάς• συγκομιδή•сбирание винограда ο τρύγος.
-
72 сбор
-а (-у) α.1. μάζεμα, συγκομιδή•сбор хлопка, μάζεμα του βαμπακιού•
сбор винограда ο τρύγος, το τρύγημα•
сбор лекарстенных трав μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων).
2. συγκέντρωση• είσπραξη•сбор налогов είσπραξη φόρων.
|| σύναξη, συγκέντρωση• συνάθροιση•сбор на демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδήλωση.
|| προσκλητήριο•сбор трубачи играют сбор οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο.
3. πλθ. -ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.).εκφρ.в -е – συγκεντρωμένοι, παρόντες. -
73 сеноуборка
-и θ.συγκομιδή του χόρτου (το κόσισμα, το στέγνωμα και το μάζεμα). -
74 снятие
-я ουδ.1. άρση παύση, σταμάτημα; λύση•снятие блокады άρση του αποκλεισμού•
снятие осады λύση της πολιορκίας.
2. συγκέντρωση, μά-ζευμα• συγκομιδή•снятие урожая μαζευμα της σοδειάς.
3. βγάλσιμο, αφαίρεση• πάρσιμο.4. απόλυση, παύση.5. απόσυρση.6. τράβηγμα, φωτογράφηση. || διαγραφή•снятие с учта διαγραφή.
-
75 уборочный
επ.της συγκομιδής, συλλεκτικός•-ые работы οι εργασίες συγκομιδής•
-ая машина συλλεκτική μηχανή•
-ая кампания εξόρμηση συγκομιδής.
ουσ. -ая θ. συγκομιδή ή περίοδος συγκομιδής. -
76 урожай
-я α.σοδειά• συγκομιδή•обильный (высокий) урожай μεγάλη σοδειά•
средний μέτρια σοδειά•
низкий урожай μικρή (χαμηλή) σοδειά.
|| προκοπή, ευδοκίμηση. || μτφ. αφθονία, πλήθος, πληθώρα•теперь урожай на новые книги τώρα έχομε πληθώρα καινούριων βιβλίων.
-
77 хлебоуборка
-и θ.συγκομιδή σιτηρών. -
78 хлопкоуборка
-и θ.συγκομιδή (μάσιμο)του βαμβακιού. -
79 σῖτος
σῖτος, ὁ, heterocl. pl. σῖτα, τά, Xenoph.2.8, Hdt.4.128, 5.34 (neut. sg. σῖτον only Delph.3(5).3 ii 19 (iv B.C.)):—A grain, comprehending both wheat ([etym.] πυρός ) and barley ([etym.] κριθή), ἐν [Ἰθάκῃ] σ. ἀθέσφατος ἐν δέ τε οἶνος γίγνεται Od.13.244
; περὶ σίτου ἐκβολήν about the shooting of the corn into ear, Th.4.1; τοῦ σ. ἀκμάζοντος at its ripening, Id.2.19;πρὶν τὸν σ. ἐν ἀκμῇ εἶναι Id.4.2
;τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον X.An.5.4.27
; σ. ἀληλεσμένος or - εμένος ground corn, Hdt.7.23, Th.4.26;σ. ἀπηλοημένος D.42.6
;σῖτον ἐσαγαγεῖν Th.2.6
, etc.;σ. ἐπείσακτος D.18.87
; σίτου εἰσαγωγή, ἐξαγωγή, Arist.EN 1133b9, IG12.57.35;συγκομιδή X.HG7.5.14
;ἐγδοχεία PMich.Zen.23
(iii B.C.); comprehending πυρός, κριθή, ὄλυρα, and φακός, PTeb.66.41 (ii B.C.);περὶ τοῦ σ. καὶ τοῦ σησάμου PMich.Zen.43.3
(iii B.C.); ὁ σ. καὶ τὰ λάχανα as examples of πόα, Thphr.HP1.3.1.2 food made from grain, bread, opp. flesh-meat,σ. καὶ κρέα Od.9.9
, 12.19, cf. Hdt.2.168; σῖτον ἔδοντες, a general epith. of men as opp. to beasts, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ. Od.8.222, cf. 9.89; of savages, who eat flesh only,οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον Hes.Op. 146
; of civilized men,σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Hdt.4.17
;σωρὸν σίτου κεχυμένον Id.1.22
;ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σ. ὄψον X.Mem.3.14.2
; κάρδαμον ἔχειν ἐπὶ τῷ ς. Id.Cyr.1.2.11; πίνειν ὕδωρ ἐπὶ τῷ ς. ib.6.2.27, cf. Plu. Them.29, with Id.2.328f.3 in a wider sense, food, as opp. to drink,σ. ἠδὲ ποτής Od.9.87
, cf. Il.19.306;σ. καὶ οἶνος Od.3.479
, Il.9.706;σ. καὶ μέθυ Od.4.746
, etc.; even of porridge ([etym.] κυκεών), 10.235;σῖτα καὶ ποτά Hdt.5.34
, X.An.2.3.27;σ. ποιεῖν καὶ οἶνον Pl.R. 372a
;ἄκμηνος σίτοιο Il.19.163
, cf. A.Fr. 182; εὐνὴ καὶ ς. Od. 20.130, cf. Il.24.129;ὕπνον καὶ σ. αἱρεῖσθαι Th.2.75
; provisions,σῖτα ἀναιρέεσθαι Hdt.4.128
;παρέχειν σῖτα καὶ νέας Id.7.21
; παρέχειν μέχρι τριάκοντα ἡμερῶν ς. Foed. ap. Th.5.47.4 rarely of beasts, fodder, Hes.Op. 604, E.HF 383 (lyr.), X.Eq.4.1.—In the general sense of food, Prose writers prefer the dim. form σιτία, τά.II in [dialect] Att. Law, allowance of grain made to widows and orphans. σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι, D.27.15, 28.11, Arist.Ath.56.7.2 δίκην σίτου δικάσασθαι, bring an action under the Athen. Corn-law against regraters and monopolists, Is.3.9, cf. D.59.52.4 public distribution of corn in Rome, Lat. frumentatio,τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου ὄντα ἐν Ῥώμῃ Arr.Epict.1.10.2
. -
80 Gathering
subs.Act of gathering: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Of the harvest: P. συγκομιδή, ἡ.Social gathering: Ar. and P. συνουσία, ἡ.Sore: P. and V. ἕλκος, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gathering
См. также в других словарях:
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)