-
21 συγκομιδῆι
-
22 предуборочный
επ.πριν τη συγκομιδή•-ая пора ο χρόνος πριν τη συγκομιδή.
-
23 уборка
-и θ.1. καθαριότητα, συγύρισμα, ευτρεπισμός•генеральная уборка γενική καθαριότητα.
2. συγκομιδή, μάζεμα•уборка урожая συγκομιδή της σοδειάς.
-
24 Harvest
subs.In gathering: P. συγκομιδή, ἡ.Reap the harvest: Ar. ἀμᾶν θέρος, V. ἐξαμᾶν θέρος, P. θέρος ἐκθερίζειν, καρπὸν θερίζειν (mid. in Ar.).They were engaged in gathering in the harvest: P. ἐν καρποῦ συγκομιδῇ ἦσαν (Thuc. 3, 15).——————v. trans.P. συγκομίζειν (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Harvest
-
25 ὀπώρα
ὀπώρα, ἡ, ion. ὀπώρη, 1) der Theil des Jahres vom Aufgange des Hundssterns bis zum Aufgange des Arkturus, unsere Hundstage und der Frühherbst (das Jahr in sieben Jahreszeiten getheilt: ἔαρ, ϑέρος, ὀπώρα, φϑινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά); Hom. bezeichnet die ὀπώρα als die Zeit, wo der Sirius am Himmel zugleich mit der Sonne steht, ἀστέρα, ὅς ῥά τ' ὀπώρης εἶσιν, Il. 22, 27, u. läßt sie auf das ϑέρος folgen, αὐτὰρ ἐπὴν ἔλϑῃσι ϑέρος τεϑαλυῖά τ' ὀπώρη, Od. 11, 192. 13, 76. 14, 384; nach Il. 16, 385, ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, ist es auch die Regenzeit; vgl. Hes. O. 676; u. es weht dann der Boreas, Il. 21, 346 Od. 5, 328, oder nach Hes. O. 679 der Notos, was vielleicht auf die verschiedenen klimatischen Verhältnisse der Verfasser jener Stellen gehen kann; Xen. Hell. 3, 2, 10 vrbdt ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας. – 2) weil in dieser Jahreszeit alle Früchte reisen (vgl. oben τεϑαλυῖα ὀπώρη), bezeichnet ὀπώρα auch die Früchte selbst, bes. Baumfrüchte, Obst u. Weintrauben; so γλαυκῆς ὀπώρας ὥςτε πίονος ποτοῠ χυϑέντος εἰς γῆν Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου, Soph. Trach. 700, von Weinmost; ὃς ἂν ἀγροίκου ὀπώρας γεύσηται, βοτρύων εἴτε καὶ σύκων, Plat. Legg. VIII, 844 d; οἶνος καὶ ὀπῶραι, Is. 11, 43; u. so ist auch ὀπώραν πρίασϑαι ἢ ϑέρος μισϑοῦσϑαι, Dem. 53, 21, zu nehmen, den Fruchtertrag pachten; ὅτι οὔτ' ἀκρόδρυα, οὔτ' ὀπώρα χρόνιος, Arist. H. A. 8, 28; Sp., ἡ τῆς ὀπώρας συγκομιδή, Pol. 4, 66, 7; Alcman bei Ath. XIV, 648 b nennt den Honig κηρίναν τ' ὀπώραν. – Uebertr., die kräftigste, blühendste Jugendzeit, die Zeit eben erlangter Mannbarkeit, εἶχεν Ἀφροδίτας μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν, Pind. I. 2, 5 (vgl. οἰνάνϑη); so Aesch. τέρειν' ὀπώρα δ' εὐφύλακτος οὐδαμῶς, Suppl. 976, vgl. 993; πολλὴν ὀπώραν Κύπριδος εἰςορᾶν παρῆν, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f. – [Die Ableitung schwankt schon bei den Alten zwischen ὀποῦ ὥρα, die Jahreszeit des Saftes, wo die Früchte sich in ihrer saftigsten Fülle befinden, oder von ἐπί, ὄπιϑεν, die spätere Jahreszeit, die nach der eigtl. ὥρα = ϑέρος eintritt.]
-
26 ἄντλος
ἄντλος, ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; ἄντλον εἴργων ναός Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; πόλις ἄντλον οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιϑέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; ἀλίμενος Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115.
-
27 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
28 кампания
η εκστρατία, η περίοδοςизбирательная - η προεκλογική καμπάνια (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кампания
-
29 подборка
с.-х. η συγκομιδή, το μάζεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подборка
-
30 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
31 сеноуборка
η συγκομιδή του σανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеноуборка
-
32 уборка
1. (чистка, прибирание) το καθάρισμα, ο καθαρισμός 2. (удаление) η απομάκρυνση 3. (вывоз и сваливание) η μεταφορά και απόθεση 4. (напр. шасси) το μάζεμα 5 (урожая) η συγκομιδήτο μάζεμα (της σοδειάς)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уборка
-
33 урожай
η σοδειά, η συγκομιδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урожай
-
34 урожайность
1. (способность давать той или иной урожай) η γονιμότητα 2. (сте-пень, уровень урожая) η σοδειά, η συγκομιδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урожайность
-
35 хлебоуборка
η συγκομιδή των δημητριακών/σιτηρώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хлебоуборка
-
36 хлопкоуборка
η συγκομιδή του βάμβακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлопкоуборка
-
37 жатва
жатва ж 1) ο θέρος, ο θε ρισμός 2) (время жатвы) о θέρος 3) (урожай ) η συγκο μιδή* * *ж1) ο θέρος, ο θερισμός2) ( время жатвы) ο θέρος3) ( урожай) η συγκομιδή -
38 жатва
жатв||аж τό θέρισμα, ὁ θερισμδς, ἡ συγκομιδή:время \жатваы ὁ θέρος. -
39 неурожай
неурожайм ἡ κακή ἐσοδεία, ἡ κακή συγκομιδή, ἡ ἀφορία. -
40 обильный
оби́л||ьныйприл ἀφθονος, δαψιλής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος:\обильныйьный обед τό πλούσιο γεῦμα· \обильныйьный урожай ἡ ἀφθονη συγκομιδή, ἡ πλούσια σοδειά.
См. также в других словарях:
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)