-
41 олива
оливаж1. (дерево) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαια, τό λιόδενδρο, τό ἐλαιόδενδρο[ν]:дикая \олива ἡ ἀγρι(ο)ελιά·2. (плод) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαιά:сбор олив ἡ συγκομιδή τῶν ἐλιῶν, τό μάζεμα τῆς ἐλιας, τό λιομάζωμα· урожай олив ἡ ἐσοδεία ἐλιᾶς, ἡ ἐλαιοπαραγωγή. -
42 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
43 снятие
снятиес ἡ ἄρση:\снятие запрета ἡ ἄρση τής ἀπαγόρευσης· \снятие с работы ἡ ἀπόλυ-σις (или ἡ παύση) ἀπό τή δουλειά· \снятие блокады (оса́ды) ἡ ἄρση τοῦ ἀποκλει-σμοῦ (τής πολιορκίας)· \снятие допроса ἡ ἀνάκριση [-ις]· \снятие урожая ἡ συγκομιδή· \снятие с учета ἡ διαγραφή. -
44 убирать
убиратьнесов1. (откуда-л.) βγάζω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω, μαζεύω:\убирать с дороги βγάζω ἀπ' τή μέση, ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο· \убирать со стола σηκώνω τό τραπέζι· \убирать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (прятать) βάζω, χώνω, κρύβω, (αποκρύπτω:\убирать книги в шкаф βάζω τά βιβλία στό ντουλάπι·3. (урожай и т. ἡ.) μαζεύω, συγκομίζω, συλλεγω:\убирать хлеб μαζεύω τή συγκομιδή·4. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω, συμμαζεύω, εὐπρεπίζω·5. (украшать) στολίζω, δια-κοσμώ. -
45 хлебоуборка
хлебоуборкаж ὁ θερισμός, ἡ συγκομιδή τῶν σιτηρών. -
46 ξυγκομιδής
-
47 ξυγκομιδῆς
-
48 συγκομιδής
-
49 συγκομιδῆς
-
50 συγκομιδαίς
-
51 συγκομιδαῖς
-
52 συγκομιδών
-
53 συγκομιδῶν
-
54 συγκομιδάς
συγκομιδά̱ς, συγκομιδήgathering in: fem acc pl -
55 harvest
-
56 уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ. ασχημίζω
[ουραζάϊ] ουσ. α σοδιά, συγκομιδήРусско-греческий новый словарь > уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ. ασχημίζω
-
57 урожай
[ουραζάϊ] ουσ. α σοδιά, συγκομιδή -
58 уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ ασχημίζω
[ουραζάϊ] ουσ α σοδιά, συγκομιδήРусско-эллинский словарь > уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ ασχημίζω
-
59 урожай
[ουραζάϊ] ουσ α σοδιά, συγκομιδή -
60 добирание
-я ουδ.απομάζευμα, συλλογή, μάζευμα, συγκέντρωση, συγκομιδή ως το τέλος.
См. также в других словарях:
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)